Βοηθώντας το παιδί μου για καλή ψυχολογία

 

Την κρίσιμη ώρα του αγώνα, η ψυχολογία είναι πολλές φορές περισσότερο σημαντική από την άρτια τεχνική και την καλή προετοιμασία.

Είναι αυτή που μπορεί να διαμορφώσει το τελικό αποτέλεσμα οδηγώντας τον αθλητή στη νίκη ή την ήττα.

Οι γονείς μπορούν να βοηθήσουν το παιδί να πιστέψει στον εαυτό του και να μπορέσει  να δει την  διαδικασία του αγώνα με θετικό τρόπο, μέσα από μια εποικοδομητική συζήτηση με το παιδί, όπου δίνεται έμφαση στα παρακάτω σημεία:

Αναγνώριση των δυνατών του σημείων.

Κάντε το παιδί σας να δει τα δυνατά του σημεία. Είναι πολύ σημαντικό, θα τονώσει την αυτοπεποίθησή του.

Καταπολέμηση των φόβων και των δισταγμών.

Βοηθήστε το παιδί σας να καταπολεμήσει τους φόβους του και να αποκτήσει τόλμη. Αν κάνει τα πρώτα του δειλά βήματα σε ένα άθλημα, πάρτε το να δει τα άλλα παιδιά που κάνουν το συγκεκριμένο άθλημα. Παρατηρώντας τα άλλα παιδιά και απομυθοποιώντας πλήρως ορισμένα πράγματα που μπορεί να είχαν λάβει τεράστιες διαστάσεις στο παιδικό του μυαλό, ο φόβος σταδιακά θα εξαφανιστεί.

Δημιουργία Νοητών Εικόνων (Visualization).

Πριν από τον αγώνα παρακινήστε το παιδί να πλάσει με το μυαλό του εικόνες από τον αγωνιστικό χώρο. Να φανταστεί τον εαυτό του στο γήπεδο όπου αποκρούει με επιτυχία το χτύπημα του αντιπάλου. Να φανταστεί τον εαυτό του νικητή. Γεμίζοντας χαρά και ικανοποίηση από τη νίκη που έχει φανταστεί, χαλαρώνει και αποκτά αυτοπεποίθηση.

Απόλυτη συγκέντρωση στο παιχνίδι, όχι στα λάθη.

Αν κατά τη διάρκεια του αγώνα κάνει κάποιο λάθος, θα πρέπει να το αφήσει στην άκρη και να επικεντρωθεί στο παιχνίδι. Δεν θα πρέπει να αφήσει το λάθος να το καταβάλλει. Μετά τον αγώνα, έχει όλο το χρόνο να το σκεφτεί και να το διορθώσει.­ ­

 Τέλος μην ξεχνάμε ποτέ πως το παιδί μας αγωνίζεται για τον αγώνα και όχι για την νίκη.

 

Πώς να γίνεις καλύτερος προπονητής

 

 Ένας από τους κύριους  λόγους πίσω από την κακή προπόνηση είναι  η αποτυχία από την πλευρά του προπονητή να κατανοήσει τις ανάγκες των παιδιών. 

Ο καλός προπονητής πρέπει να είναι και καλός ψυχολόγος

Η κατανόηση της προσωπικότητας του κάθε αθλητή, η δυνατότητα αποτελεσματικής επικοινωνίας και η γνώση της ψυχοσύνθεσης των αθλητών, απαιτούν την άμεση χρήση και βοήθεια των ψυχολογικών δεξιοτήτων του προπονητή που θα τον οδηγήσει στην καλύτερη συνεργασία και στη βελτίωση της ατομικής και ομαδικής απόδοσης.

Αν θέλετε να γίνετε ένας καλός προπονητής, τότε θα πρέπει να σκεφτείτε όπως τα παιδιά και να καταλάβετε ακριβώς τον λόγο που αποφάσισαν να ασχοληθούν με το συγκεκριμένο άθλημα . 

Για κάθε προπονητή η ενθάρρυνση των ποδοσφαιριστών είναι ένα σημαντικό κομμάτι, παίζει σημαντικό ρόλο στην βελτίωση των επιπέδων απόδοσης τους και στην αύξηση της θέλησης να δουλέψουν σκληρότερα και να γίνουν περισσότερο επαγγελματίες.

Οι προπονητές δεν θα πρέπει να είναι φειδωλοί όταν πρέπει να επιβραβεύσουν ένα παιδί για την καλή του συμπεριφορά ή για την καλή του απόδοση. Ένας απλός τρόπος είναι για παράδειγμα στο τέλος της εβδομάδας να δίνεις  στα παιδιά που είχαν καλή συμπεριφορά ένα βραβείο,  “Ο καλύτερος ποδοσφαιριστής της εβδομάδας”, ως παρακίνηση και επιβράβευση των προσπαθειών τους.

Κάθε παιδί έχει διαφορετικό ρυθμό μάθησης και διαφορετικό λόγο για τον οποίο παίζει ποδόσφαιρο. Οι προπονήσεις θα πρέπει να σχεδιάζονται ώστε να καλύπτουν τις ανάγκες όλων των παιδιών.

Δημιουργήστε όσο το δυνατόν περισσότερες προκλήσεις μέσα από σύντομες και απλές ασκήσεις.

Εν κατακλείδι, πρέπει να θυμάστε ότι σε κάθε στάδιο, η προπόνηση και το παιχνίδι στο οποίο οι παίκτες συμμετέχουν πρέπει να τους εκπαιδεύει σχετικά με τις τεχνικές και τακτικές απαιτήσεις του παιχνιδιού.

 Ένας προπονητής επηρεάζει τις ζωές αυτών των νέων ανθρώπων στον ίδιο βαθμό με κάθε άλλον δάσκαλο. Τους προετοιμάζουμε για τις καριέρες που θα ακολουθήσουν, τους οπλίζουμε με τα εφόδια αυτά που απαιτούνται ώστε να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις αυτού του κόσμου. 

Ένας κάλος προπονητής  εκπαιδεύει ,ένας ιδανικός προπονητής ομνύει.

Προπονητές και γονείς σε συνεργασία

Η στήριξη των αθλητών από τους γονείς είναι καθοριστική γι αυτό και   πολλοί προπονητές ζητούν από τα παιδιά να μη συζητούν καθόλου τα θέματα της προπόνησης στο σπίτι διότι οι γονείς δεν είναι σχετικοί του αθλήματος. Αυτό όμως είναι αδύνατο.

 Όσο και να εμπιστεύεται ο γονέας τον προπονητή δεν μπορεί να απέχει εντελώς από την αγωνιστική εξέλιξη του παιδιού του.

Σύμφωνα με έρευνες οι πεποιθήσεις των γονέων επηρεάζουν σημαντικά την αυτοεκτίμηση του παιδιού αλλά και την εξέλιξή του στο μέλλον.

Οι γονείς των αθλητών παρακινούν και ενθαρρύνουν τα παιδιά τους στον αθλητισμό και δημιουργούν προσδοκίες επιτυχίας, αλλά μερικές φορές αυτή η συμπεριφορά τους μπορεί να έχει αντίθετα αποτελέσματα και η ενθάρρυνση αυτή να αποκτήσει την μορφή πίεσης.

Η αντιμετώπιση της αποτυχίας είναι ένα βασικό στοιχείο που πρέπει να μάθουν οι αθλητές από τον προπονητή τους. Μεγαλύτερη βαρύτητα πρέπει να δοθεί στο πως μαθαίνουμε από τα λάθη μας.

Το παιδί πρέπει να ορίζει τους στόχους, οι οποίοι θα τον ικανοποιούν και δεν χρειάζεται να ανταποκρίνονται στις προσδοκίες όλων των άλλων.

Η συμμετοχή των γονέων εδώ είναι να δώσουν την δυνατότητα στον νεαρό αθλητή να θέσει τους δικούς του στόχους, μόνο τότε θα αισθανθεί μεγάλη ικανοποίηση όταν θα επιτευχθούν, κάτι τέτοιο λοιπόν πρέπει να ζητήσουμε από τους γονείς σαν βοήθεια.

Κάθε προπονητής που νοιάζεται για τα παιδιά και επιθυμεί να προλάβει ή να αντιμετωπίσει τις αρνητικές επιπτώσεις των προσδοκιών και της πίεσης θα πρέπει να λάβει υπόψη του τα παρακάτω:

 α)        τις σχέσεις των γονέων με τον ίδιο

 β)        τις σχέσεις των γονέων με το παιδί

 γ)        την ενημέρωση και καθοδήγηση όλων των εμπλεκομένων

Γονείς και αθλητές σε συνεργασία

 

Η παρουσία των γονέων στους αγώνες και ο ρόλος τους στην ψυχολογική προετοιμασία των αθλητών είναι ιδιαίτερα σημαντικός.

Ο ρόλος των γονέων καταλαμβάνει κυρίαρχο ρόλο στην εφαρμογή των τεχνικών, γιατί οι γονείς έχουν την δυνατότητα παρακολούθησης π.χ. του πλάνου ανάπτυξης αυτοπεποίθησης εντός και εκτός γηπέδου στο σπίτι για περισσότερες ώρες.

Για αυτό το λόγο οι γονείς μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως ένα εκπαιδευτικό μέσο εμπέδωσης ψυχολογικών τεχνικών με μικρές δραστηριότητες στο σπίτι που αυξάνουν την αυτοπεποίθηση του παιδιού τόσο ως άτομο όσο και ως αθλητή.

 

Ωστόσο οι μικροί αθλητές πρέπει να γνωρίζουν:

τι επιδιώκουν με τον αθλητισμό

να επιλέγουν τη συμμετοχή τους, να διασκεδάζουν

να επιδιώκουν τη βελτίωση των δυνατοτήτων τους

να συνεργάζονται για την επίτευξη κοινών στόχων

να υπακούουν σε κανόνες συμπεριφοράς

να συνειδητοποιούν τα όριά τους

να διεκδικούν δικαιώματα

να αντιλαμβάνονται την αξία του λάθους στην πορεία της εξέλιξής τους.

 

Εντούτοις οι γονείς μπορούν να βοηθάνε τα παιδιά τους αλλά δεν χρειάζεται να παριστάνουν τον προπονητή, οδηγώντας προς και από την προπόνηση, τον αγώνα ή στο σπίτι. Σκεφτείτε πόσο δύσκολο πρέπει να είναι γι αυτά συνεχώς να κατακλύζονται με συμβουλές, διεγερτικές ομιλίες και κριτική. 

 

 Χρήσιμες συμβουλές:

Μην τους λέτε ότι η νίκη δεν έχει σημασία, γιατί έχει και το γνωρίζουν.

Μην ανταγωνίζεστε τους προπονητές των παιδιών σας. Ο προπονητής μπορεί να είναι το πρότυπο για τα παιδιά σας για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, κάποιος που δεν μπορεί να κάνει κανένα λάθος και για αυτό το λόγο σας είναι δύσκολο να δεχτείτε κάτι τέτοιο.

Μην παίρνετε αυτομάτως το μέρος των παιδιών σας και μεταφέρεστε ή εναντιώνεστε στους προπονητές τους.

Προσπαθήστε να τα βοηθήσετε να καταλάβουν την αναγκαιότητα της πειθαρχίας, των κανόνων και των κανονισμών εξέλιξής τους.

Αυτοπεποίθηση και ενθάρρυνση μέσα από τον ρόλο του προπονητή

Για να βελτιώσουμε την αυτοπεποίθηση του νεαρού αθλητή, πρέπει να αποδεχθούμε το γεγονός ότι η ιδανική αυτοπεποίθηση δεν είναι ούτε η πολύ χαμηλή ούτε η πολύ υψηλή αλλά είναι μία μέση κατάσταση. Πιο συχνά αναγνωρίζουμε περιπτώσεις χαμηλής αυτοπεποίθησης στην νεαρή ηλικία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η πολύ μεγάλη αυτοπεποίθηση που αγγίζει τα όρια του εγωκεντρισμού δεν προκαλεί προβλήματα, γκρίνιες και κακή συνεργασία με τους συναθλητές του.

Η βελτίωση και ανάπτυξη της αυτοπεποίθησης μπορεί να γίνει με διάφορες τεχνικές. Αυτές οι τεχνικές θα δοθούν αρχικά από τον προπονητή και θα αποτελέσουν παράλληλα καθημερινό πεδίο συνεργασίας μεταξύ προπονητή -αθλητή- και των γονέων.

Κάθε προπονητής προσπαθεί να πείσει τον αθλητή του να προσπαθεί πολύ, να επιμένει σε αυτό που κάνει και να έχει πλήρη προσήλωση στο σκοπό του.

Ο προπονητής πρέπει να σχεδιάζει την προπόνησή του με τρόπο που να αξιολογεί την απόδοση με τρόπο που να αξιολογεί την επιτυχία ή την αποτυχία και με τρόπο που να είναι βοηθητικός για τους παίκτες του.

Δίνοντας κουράγιο σε ένα αθλητή μας μετά από μια αποτυχημένη κυρίως ενέργεια πετυχαίνουμε θετικά αποτελέσματα, διότι τον παρακινούμε να συνεχίσει την προσπάθειά του μέχρι να επιτύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Η επιβράβευση είναι ιδιαίτερα σημαντική σε μικρά παιδιά που αναμένουν από τον ‘‘ειδικό’’ προπονητή να τους παρακινήσει όταν μαθαίνουν καινούργια πράγματα, καινούργιες δεξιότητες.

Σχετίζεται με την επίτευξη των ατομικών και ομαδικών στόχων και αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την συνέχιση της προσπάθειας ή για την τοποθέτηση νέων στόχων.

Η επιβράβευση λοιπόν μιας καλής προσπάθειας θα πρέπει να δίνεται μόνο αν είναι σημαντική η κατάκτηση μιας καινούργιας δεξιότητας ή ενός στόχου ειδάλλως χάνει την αξία της αν δίνεται συνέχεια και για μικροπράγματα γι αυτό καλό είναι να είμαστε προσεκτικοί τόσο στα καλά όσο και στα αυστηρά λόγια απέναντι στους μικρούς μας αθλητές γιατί η κουβέντα μας μετράει πάντα και πολλές φορές δίπλα σε σχέση με αυτή των γονιών τους.

Η συμπεριφορά των γονέων πριν τον αγώνα

Η συνεισφορά των γονέων στην αθλητική ανάπτυξη των παιδιών τους είναι σημαντική και περιλαμβάνει συγκριμένους και σημαντικούς  τομείς όπως:

α)         Τη μεταφορά των παιδιών σε προπονήσεις και αγώνες

β)         Την οικονομική εισφορά των γονέων τόσο στα δίδακτρα των ακαδημιών – κάτι που είναι δεδομένο – όσο και στην αγορά του αθλητικού εξοπλισμού των παιδιών

 γ)        Την ψυχολογική και ηθική υποστήριξη των παιδιών

Οι γονείς μπορούνε να βοηθάνε τα παιδιά τους, αλλά δεν χρειάζεται να παριστάνουν τον προπονητή, οδηγώντας προς και από την προπόνηση / αγώνα ή στο σπίτι. Σκεφτείτε πόσο δύσκολο πρέπει να τους είναι να κατακλύζονται συνεχώς από συμβουλές, διεγερτικές ομιλίες και κριτική.

Η παρουσία των γονέων στους αγώνες και ο ρόλος τους στην ψυχολογική προετοιμασία των μικρών αθλητών είναι ιδιαίτερα σημαντικός, επειδή οι γονείς γενικότερα μπορούν:

α)         να δημιουργήσουν ένα ενθαρρυντικό περιβάλλον πριν και κατά τη διάρκεια των αγωνιστικών περιόδων

β)         να βοηθήσουν το παιδί να λάβει το ίδιο τις αθλητικές αποφάσεις που το αφορούν

γ)         να βοηθήσουν το παιδί στο έλεγχο του άγχους πριν τους αγώνες (προαγωνιστικό άγχος)

δ)         να τονίσουν την αξία του αθλητισμού για την υγεία, την κοινωνική ενσωμάτωση, τη διασκέδαση που προκαλεί η αθλητική συμμετοχή και εστιάζοντας στη λειτουργία του αθλητισμού ως μια διαδικασία δια βίου μάθησης

Ο γονιός πρέπει να προβάλει τις θετικές εμπειρίες στο παιδί του.  Στόχος του γονιού είναι η θετική προσέγγιση του παιδιού για το άθλημα και τον ανταγωνισμό. Το παιδί πρέπει να παίζει για να το ευχαριστιέται και να έχει θετική παρακίνηση ως προς τη δική του βελτίωση. Ποτέ δεν πρέπει να γίνεται σύγκριση με συναθλητές ή αντιπάλους γιατί στο τέλος αυτό που του μένει δεν είναι το κομμάτι της διασκέδασης και της αγωνιστικότητας αλλά αυτό του ανταγωνισμού.

Πως πρέπει να συμπεριφέρεται ο γονιός του αθλητή

Ο αθλητισμός επιτρέπει στα παιδιά να αποτύχουν, να μάθουν, να αναπτυχθούν και να διασκεδάσουν να  πάρουν τα εφόδια εκείνα που θα τα κάνουν πραγματικούς νικητές. Μπορεί να αναδείξει τον καλύτερο (και κάποιες φορές τον χειρότερο) εαυτό του παιδιού και του γονέα εξίσου.  Οι αξίες που θα πάρει το παιδί από τον αθλητισμό είναι πολύ πιο σημαντικές από κάθε μορφή γονικής επιβράβευση.

 Οι γονείς  δυστυχώς, πολλές φορές άθελά τους και πάντα με τις καλύτερες προθέσεις, καταλήγουν να σαμποτάρουν την αθλητική εξέλιξη του παιδιού τους καθώς και την προσπάθεια του προπονητή.

Υπάρχουν δυο κατηγορίες γονέων. Στην πρώτη ανήκουν γονείς είναι υποστηρικτικοί στα παιδιά τους κατά τη διάρκεια του αγώνα. Στο τέλος του αγώνα και ανεξάρτητα από την έκβαση του θα τα αγκαλιάσουν και θα τα συγχαρούν για την προσπάθεια τους και όχι τόσο για το αποτέλεσμα. Από την άλλη πλευρά  υπάρχει και μια δεύτερη  κατηγορία γονέων, αυτή που δυστυχώς συμπεριλαμβάνει  γονείς που θα ακούσεις να φωνάζουν και να κριτικάρουν από την κερκίδα για την εμφάνιση του παιδιού τους, για τις επιλογές του προπονητή, για τις αποφάσεις του διαιτητή ακόμα και για  την βαθμολογία του κριτή.

Αν ανήκετε στη δεύτερη κατηγορία τότε δυστυχώς φίλοι μου έχετε με τη συμπεριφορά σας αναιρέσει τον λόγο που στείλατε το παιδί σας σε ένα άθλημα.  Δεν υπάρχει καμία περίπτωση ,όσο καλός χαρακτήρας και να είναι το παιδί σας να καρπωθεί τα οφέλη του αθλητισμού και δυστυχώς η αίτια είστε εσείς.

Ποτέ όμως δεν είναι αργά για να αλλάξουμε προκειμένου να βοηθήσουμε μέσα από τον εαυτό μας και τα παιδιά μας.

Ας δούμε μαζί κάποιες μικρές αλλά χρήσιμες συμβουλές ;

·         Δεν θα πρέπει να προβάλουμε τις δίκες μας  φιλοδοξίες επάνω στο παιδί: πολλά παιδιά καταλήγουν να αθλούνται για να ικανοποιήσουν τους γονείς τους. Κάτι τέτοιο αυξάνει το άγχος του παιδιού και μειώνει  τα επίπεδα διασκέδασης. Τελικά πολλά από αυτά τα παιδιά διακόπτουν τον αθλητισμό ως επανάσταση ενάντια στο γονέα.

·         Η υποτίμηση του προπονητή ή του διαιτητή-κριτή απομακρύνει τον αθλητή από την αυτοκριτική και κατ’ επέκταση την διερεύνηση  στοιχείων που θα τον κάνουν να εξελιχθεί

·         Δεν θα πρέπει να υπερτιμάμε τη νίκη για το παιδί προβάλλοντας πως σημασία έχει μόνο το να νικήσει, αγχώνεται και πιστεύει πως όταν δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο δεν είναι αποδεκτό και δεν αξίζει την αγάπη του γονέα.

·         Αποφεύγουμε την διαφορετική  συμπεριφορά μετά από μια ήττα: σημαντική η ενίσχυση της σημασίας της συμμετοχής και του πόσο ο γονέας απολαμβάνει να βλέπει το παιδί του να αγωνίζεται.

Προπονητής: η ήρεμη δύναμη

Ο ρόλος του προπονητή είναι το άλφα και το ωμέγα σε μια ομάδα. Είναι ο αρχηγός, ο καθοδηγητής και ο εκπαιδευτής. Είναι αυτός που θα εξελίξει τον αθλητή και θα δομήσει ένα ασφαλές και εποικοδομητικό πλάνο για την αθλητική σεζόν. Είναι ο λόγος που μια ομάδα μπορεί να κερδίσει ή να χάσει και ο λόγος που ο παίκτης αντίστοιχα μπορεί να κερδίσει ή να χάσει για την ομάδα του.

Ας δούμε λοιπόν μαζί πως πρέπει να συμπεριφέρεται ένας κάλος προπονητής  και πως ο ίδιος μπορεί να υποστηρίξει τον αθλητή.

          Να είναι σχεδόν πάντα διαθέσιμος να υποστηρίξει το παιδί χωρίς να περιμένει αντάλλαγμα.

Να μη δημιουργεί ενοχές στο παιδί ανεξάρτητα από την απόδοσή του.

          Να αναλαμβάνει τις περισσότερες ευθύνες σε μια κακή έκβαση ενός αγώνα λέγοντας πως ο προπονητής είναι εξίσου υπεύθυνος για αυτό, ίσως και παραπάνω.

          Να επικεντρώνεται και να επευφημεί τις προσπάθειες όλης της ομάδας χωρίς να δείχνει προτίμηση σε κάποιο συγκεκριμένο παιδί από την ομάδα του.

          Αποδοχή της νίκης και της ήττας: το παιδί βλέποντας πως ο προπονητής αποδέχεται και τα δυο, νιώθει συναισθηματικά ασφαλές και σίγουρο ότι θα είναι και το ίδιο αποδεκτό ανεξαρτήτου αποτελέσματος.

          Να προωθεί το ευ αγωνίζεσθε: δίκαιο παιχνίδι, υπακοή στους κανόνες.

          Να αποτελεί ο ίδιος θετικό πρότυπο: ο προπονητής όπως και ο γονέας είναι τα πρωταρχικό πρότυπο του παιδιού, συνεπώς είναι πολύ σημαντικό να είναι θετικά.

          Να ενισχύσει το κίνητρο της διασκέδασης μέσα από την συμμετοχή: εσωτερικά κίνητρα όπως της διασκέδασης ενισχύουν την θετική εικόνα του εαυτού του και την προσκόλληση του αθλητή σε σχέση με τα εξωτερικά, όπως νίκη και μετάλλια.

          Να ακούει με υπομονή, να ρωτάει, να  συζητάει και να αφήνει το παιδί να πάρει πρωτοβουλίες. Με τον τρόπο αυτό το παιδί νιώθει ότι έχει έναν πραγματικό υποστηρικτή και ταυτόχρονα ενισχύεται η αυτοπεποίθησή του ώστε να λειτουργεί και αυτόνομα.

          Μη ξεχνάμε πως σε κάθε μάχη υπάρχει ένας αφανής ήρωας στη δική μας ο ρόλος αυτός ανήκει στον προπονητή.

Άγχος στον Αθλητισμό: Ο ρόλος των προπονητών

Όπως έχει ήδη αναφερθεί  τα αθλήματα μπορούν να προσφέρουν στα παιδιά χαρά, διασκέδαση, υγιές σώμα και κοινωνικοποίηση. Υπάρχουν, όμως και φορές που η πίεση για την επιτυχία μπορεί να οδηγήσει σε αναστάτωση και δάκρυα.

Το κάθε παιδί φέρνει στο γήπεδο τη δική του μοναδική προσωπικότητα και τη δική του ιστορία. Κάποια παιδιά μπορούν να χαρακτηριστούν ως τελειομανή και να είναι πολύ σκληρά με τον εαυτό τους όταν τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά. Άλλες φορές η πίεση που υφίστανται μπορεί να είναι εξωγενής. Στην προσπάθειά τους να ικανοποιήσουν τους άλλους και να ανταποκριθούν στις προσδοκίες των γονέων και των προπονητών μπορεί να τα οδηγήσει στο συναίσθημα και την πεποίθηση ότι μόνο με τη νίκη μπορούν να κερδίσουν την αποδοχή από τα άτομα που αγαπούν και σέβονται.

Ο τρόπος που τα παιδιά αντιμετωπίζουν το άγχος και την πίεση από το άθλημα που συμμετέχουν έχει αντίκτυπο στην επίδοσή τους  αλλά μπορεί να έχει ακόμα και μια μακροχρόνια επίδραση στο πως θα αντιμετωπίζουν παρόμοιες προκλήσεις στη ζωή τους γενικότερα.

Πολλές φορές το άγχος που σχετίζεται με τα αθλήματα μπορεί να είναι θετικό με την έννοια ότι προετοιμάζει το σώμα και το νου να αντιμετωπίσει την πρόκληση με συγκέντρωση, δύναμη και επαγρύπνηση.  Από την άλλη πλευρά το υπερβολικό και έντονο άγχος μπορεί να εξαντλήσει το παιδί και να το οδηγήσει  σε αθλητική εξουθένωση.

Οι προπονητές μπορούν να αναγνωρίσουν την  παραπάνω διαφορά μεταξύ θετικού και αρνητικού άγχους με το να παρατηρήσουν τη συμπεριφορά των μικρών αθλητών. Για παράδειγμα είναι το παιδί συγκεντρωμένο και έτοιμο να αναλάβει δράση ή είναι πολύ νευρικό και ανήσυχο; Πως διαχειρίζεται τα λάθη του; Παραπονιέται για πονοκεφάλους, στομαχόπονο πριν τις προπονήσεις ή τους αγώνες;  Μπορεί να ελέγχει τα συναισθήματά του σε περίπτωση λάθους;

Άλλα επιπλέον σημάδια του άγχους μπορεί να περιλαμβάνουν την ξαφνική αντίσταση του παιδιού στο να συμμετέχει στην προπόνηση ή στον αγώνα, έλλειψη ενδιαφέροντος για το άθλημα που αγαπούσε πολύ, φόβο όταν πάει να παίξει είτε στην προπόνηση είτε στον αγώνα, διαταραχές στον ύπνο ή ακόμα και στο συναίσθημα (π.χ. διαρκής θλίψη και απογοήτευση).

Ανεξάρτητα από τα παραπάνω είναι σημαντικό ως προπονητές να παρατηρήσουμε και το δικό μας ρόλο στην ενδεχόμενη πίεση και άγχος που βιώνουν οι μικροί αθλητές μας. Ρίχνουμε όλο μας το βάρος στις επιτυχίες και τις νίκες της ομάδας  προσθέτοντας έτσι περαιτέρω πίεση στα παιδιά; Εάν καλλιεργούμε στα παιδιά την πεποίθηση ότι πρέπει να κερδίζουμε διαρκώς με οποιοδήποτε κόστος τότε αυτό μπορεί να είναι υπερβολικό και εξουθενωτικό για τους αθλητές. Η ποιότητα και το επίπεδο της προπόνησης μπορεί να τροφοδοτήσει και να προκαλέσει άγχος επίδοσης.

Προκειμένου να βοηθήσουμε τα παιδιά να ανταπεξέλθουν στις αγχωτικές προκλήσεις του αθλήματος ας έχουμε στο νου μας και ας τα διδάξουμε καταρχάς ότι το άγχος πριν τους αγώνες είναι φυσιολογικό και αναμενόμενο. Ακόμα, είναι σημαντικό να διδάξουμε στους αθλητές τεχνικές χαλάρωσης και τεχνικές αναπνοών που βοηθούν στην καταπολέμηση του άγχους. Ας προετοιμάσουμε του μικρούς αθλητές πνευματικά και σωματικά για τον αγώνα περιγράφοντάς τον και εξηγώντας τους στόχους μας, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος. Ας τους δώσουμε τη δυνατότητα να παίξουν για να διασκεδάσουν. Μετά τον αγώνα ας σχολιάσουμε όλοι μαζί τα λάθη αλλά ας μην ξεχνάμε και τις επιτυχίες του κάθε παιδιού. Τέλος, θα ήταν βοηθητικό να σχεδιάσουμε μια προπόνηση σαν εξομοίωση ενός αγώνα προκειμένου τα παιδιά να αρχίζουν να συνηθίζουν, να επεξεργάζονται και να διαχειρίζονται τις αγωνιστικές συνθήκες στο ασφαλές περιβάλλον της προπόνησης.

Άγχος στον Αθλητισμό : ο ρόλος των γονέων

Όπως έχει ήδη αναφερθεί  τα αθλήματα μπορούν να προσφέρουν στα παιδιά χαρά, διασκέδαση, υγιές σώμα και κοινωνικοποίηση. Υπάρχουν, όμως και φορές που η πίεση για την επιτυχία μπορεί να οδηγήσει σε αναστάτωση και δάκρυα.

Το κάθε παιδί φέρνει στο γήπεδο τη δική του μοναδική προσωπικότητα και τη δική του ιστορία. Κάποια παιδιά μπορούν να χαρακτηριστούν ως τελειομανή και να είναι πολύ σκληρά με τον εαυτό τους όταν τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά. Άλλες φορές η πίεση που υφίστανται μπορεί να είναι εξωγενής. Στην προσπάθειά τους να ικανοποιήσουν τους άλλους και να ανταποκριθούν στις προσδοκίες των γονέων και των προπονητών μπορεί να τα οδηγήσει στο συναίσθημα και την πεποίθηση ότι μόνο με τη νίκη μπορούν να κερδίσουν την αποδοχή από τα άτομα που αγαπούν και σέβονται.

Ο τρόπος που τα παιδιά αντιμετωπίζουν το άγχος και την πίεση από το άθλημα που συμμετέχουν έχει αντίκτυπο στην επίδοσή τους  αλλά μπορεί να έχει ακόμα και μια μακροχρόνια επίδραση στο πως θα αντιμετωπίζουν παρόμοιες προκλήσεις στη ζωή τους γενικότερα.

Πολλές φορές το άγχος που σχετίζεται με τα αθλήματα μπορεί να είναι θετικό με την έννοια ότι προετοιμάζει το σώμα και το νου να αντιμετωπίσει την πρόκληση με συγκέντρωση, δύναμη και επαγρύπνηση.  Από την άλλη πλευρά το υπερβολικό και έντονο άγχος μπορεί να εξαντλήσει το παιδί και να το οδηγήσει  σε αθλητική εξουθένωση.

Οι γονείς μπορούν να αναγνωρίσουν την  παραπάνω διαφορά μεταξύ θετικού και αρνητικού άγχους με το να παρατηρήσουν τη συμπεριφορά των παιδιών τους. Για παράδειγμα είναι το παιδί συγκεντρωμένο και έτοιμο να αναλάβει δράση ή είναι πολύ νευρικό και ανήσυχο; Πως διαχειρίζεται τα λάθη του; Παραπονιέται για πονοκεφάλους, στομαχόπονο πριν τις προπονήσεις ή τους αγώνες;  Μπορεί να ελέγχει τα συναισθήματά του σε περίπτωση λάθους;

Ανεξάρτητα από τα παραπάνω είναι σημαντικό ως γονείς να παρατηρήσουμε και το δικό μας ρόλο στην ενδεχόμενη πίεση και άγχος που βιώνει το παιδί. Ρίχνουμε όλο μας το βάρος στις επιτυχίες και τις νίκες του παιδιού μας προσθέτοντας έτσι περαιτέρω πίεση στο παιδί;

Στα παιδιά αρέσει πολύ και λαμβάνουν μεγάλη ικανοποίηση από τους γονείς τους όταν αυτοί ενδιαφέρονται για το άθλημα που συμμετέχουν. Υπάρχει, όμως, μια λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο ενεργό ενδιαφέρον και την υπερβολική ενασχόληση που μπορεί να οδηγήσει σε πίεση. Πολλές φορές οι γονείς μπορεί να αντιδρούν υπερβολικά και να ασκούν έντονη κριτική σε περίπτωση λάθους του παιδιού ή σε περίπτωση ήττας. Αυτό δημιουργεί επιπρόσθετο άγχος στα παιδιά και ταυτόχρονα τους στερεί την ευκαιρία να μάθουν να διορθώνουν μόνα τους προβλήματα και να αναπτύξουν την απαραίτητη ανθεκτικότητα.

Ο αθλητισμός προσφέρει τεράστια μαθήματα ζωής όπως  την ομαδική εργασία και το ομαδικό πνεύμα, την αντιμετώπιση των προκλήσεων και δυσκολιών, την αντιμετώπιση δύσκολων συναισθημάτων όπως ο θυμός και η ματαίωση, την ικανοποίηση και την περηφάνια σε περίπτωση επιτυχίας ύστερα από προσπάθεια. Όλα αυτά όμως θα τα μάθουν τα παιδιά εάν κάνουμε ένα βήμα πίσω και τα αφήσουμε να τα μάθουν. Κάνοντας ένα βήμα πίσω τους δείχνουμε ακόμα ότι τα εμπιστευόμαστε να διαχειριστούν μόνα τους τις όποιες προκλήσεις.

Σε περίπτωση που κάποιο παιδί βιώνει άγχος εξαιτίας ενός αγώνα είναι σημαντικό να το στηρίξουμε και να ακούσουμε τις αγωνίες του με κατανόηση και  χωρίς κριτική. Πολλές φορές το να μοιραστούν και μόνο τα συναισθήματα αυτά μπορεί να απαλύνει το άγχος τους. Μπορούμε να τα παρακινήσουμε να κάνουν κάτι διασκεδαστικό όπως επαφή με φίλους, να δει μια ταινία, βόλτα με το ποδήλατο κλπ. Η επαφή με τον προπονητή  μπορεί επίσης να βοηθήσει. Ας διδάξουμε τα παιδιά και μέσα από το δικό μας παράδειγμα ότι αναγνωρίζουμε τα λάθη μας και συνεχίζουμε να προσπαθούμε. Οι τελειοθηρικές σκέψεις είναι πηγή άγχους και πολλές φορές θέτουν ανέφικτους στόχους.

Η συμμετοχή στον αθλητισμό συνδέεται με την καλλιέργεια της αυτοεκτίμησης, της ομαδικότητας και της συνεργασία αλλά και με τη διασκέδαση και την ψυχαγωγία των παιδιών. Με το να έχουμε στο νου μας ότι αυτές είναι οι προτεραιότητες βοηθούμε τα παιδιά να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τις οποιεσδήποτε προκλήσεις.

Πειθαρχία χωρίς βία

 

Ακατάστατα δωμάτια, αντιδράσεις για το φαγητό ή την ώρα του ύπνου, άρνηση για το σχολείο ή για το διάβασμα, συνεχείς τσακωμοί με τα αδέρφια, αντιδράσεις και αντιστάσεις για την τήρηση των ορίων σχετικά με τη χρήση του ηλεκτρονικού υπολογιστή ή της τηλεόρασης είναι μερικά μόνο από τα καθημερινά προβλήματα που οι γονείς έρχονται αντιμέτωποι με τα παιδιά τους και καλούνται να διαχειριστούν. Η έλλειψη χρόνου, τα προσωπικά προβλήματα, η οικονομική κρίση και η ανασφάλεια σαφώς μπορεί να συμβάλλουν στην απώλεια της ψυχραιμίας εκ μέρους των γονέων όσον αφορά τη διαχείριση των θεμάτων που ανακύπτουν κατά την ανατροφή των παιδιών τους.

Σε αρκετές περιπτώσεις η εύκολη λύση των γονέων είναι να καταφύγουν στην εφαρμογή τιμωρητέων μεθόδων. Αυτό μάθαμε κατά τα δικά μας χρόνια ως παιδιά και αυτό φανταζόμαστε ή πιστεύουμε ότι θα τροποποιήσει τη συμπεριφορά των παιδιών μας. Έχει παρατηρηθεί ότι σε στιγμές θυμού ενδέχεται να αντιδράσουμε με τον τρόπο που αντιδρούσαν οι δικοί μας γονείς στις αντίστοιχες περιπτώσεις όταν ήμασταν εμείς στην θέση των παιδιών μας.

Η τιμωρία μπορεί να πάρει διάφορες μορφές όπως σωματική βία, στέρηση προνομίων, εξόδων, απομόνωση του παιδιού, σκληρά λόγια, απειλές κ.α. Ακόμα και σήμερα κυριαρχούν απόψεις που πρεσβεύουν ότι τα παιδιά εάν δεν πονέσουν λιγάκι δεν μαθαίνουν ή απόψεις τύπου: «κι εμείς που φάγαμε ξύλο, τι πάθαμε;». Οι πραγματικές συνέπειες όμως των τιμωρητέων μεθόδων και της βίας απέχουν παρασάγγας από αυτό που έχουμε στο νου μας. Συχνά οι τιμωρίες εξυπηρετούν την ανάγκη του γονέα να κατευνάσει το δικό του θυμό, να ελέγξει και να ασκήσει εξουσία στα παιδιά και όχι να διδάξει τη σωστή συμπεριφορά.

Η αντίδραση των παιδιών στην τιμωρία δεν είναι αυτή που περιμένουμε. Συχνά οι αντιδράσεις τους παίρνουν τη μορφή αντίστασης, αντίδρασης, εκδίκησης, εξέγερσης, θυμού, οργής, καταπίεσης ή και φόβου. Όπως είναι φυσικό κανένα παιδί δεν ανοίγεται προς ένα γονέα ούτε μαθαίνει από ένα γονέα που φοβάται και που το έχει κάνει να νιώσει τα παραπάνω αρνητικά συναισθήματα. Μια τιμωρητέα σχέση γονέα-παιδιού αποδυναμώνει τη σχέση και δεν αφήνει πολλά περιθώρια για την ανάπτυξη και την οικοδόμηση μιας στερεής σχέσης αμοιβαίας και άνευ όρων αγάπης που τόσο ανάγκη έχουν και οι δύο πλευρές. Αντίθετα, τα παιδιά που δεν τιμωρούνται τείνουν να είναι πιο αισιόδοξα, λιγότερο αυθάδη με τους γονείς, έχουν λιγότερες αντιπαλότητες με τα αδέρφια και περισσότερη αυτοεκτίμηση.

Είναι πια ευρέως γνωστό ότι τα θεμέλια για τις μελλοντικές συντροφικές σχέσεις των παιδιών μπαίνουν από την παιδική ηλικία και έχουν ως βάση την ποιότητα της σχέσης που είχαν αναπτύξει με τους αγαπημένους τους κατά τα παιδικά τους χρόνια. Στο παιδί οφείλουμε να δείχνουμε τον ίδιο σεβασμό που θα δείχναμε και σε έναν ενήλικα.

Συνεπώς η αποτελεσματική πειθαρχία διαφοροποιείται από την τιμωρία καθώς δεν αναγκάζει τα παιδιά να υπακούν αλλά καλλιεργεί τον αμοιβαίο σεβασμό. Ο σκοπός είναι να αφουγκραστούμε τους βαθύτερους λόγους που ένα παιδί προβαίνει σε μια ανεπιθύμητη συμπεριφορά και να του διδάξουμε την επιθυμητή συμπεριφορά. Ακούμε προσεκτικά τα συναισθήματα του παιδιού, κατανοούμε το θυμό του, την στεναχώρια του ή οποιοδήποτε συναίσθημα το οδήγησε στην ανεπιθύμητη συμπεριφορά και εκφράζουμε και εμείς οι ίδιοι τα δικά μας συναισθήματα χωρίς διάθεση χλευασμού, ταπείνωσης ή κριτικής. Αφού ξεκαθαρίσουμε και συμφωνήσουμε ότι η ανεπιθύμητη συμπεριφορά πρέπει να αλλάξει προβαίνουμε στην εξεύρεση λύσεων μαζί με το παιδί. Όταν το ίδιο συμμετέχει στη λύση του προβλήματος ή της σύγκρουσης που έχει ανακύψει τότε είναι πιο πιθανό να δεσμευτεί και να τηρήσει το συμφωνηθέν καθώς δε νιώθει ότι έχει εξαναγκαστεί για κάτι τέτοιο. Ταυτόχρονα διδάσκουμε και ένα σπουδαίο μάθημα ζωής που έχει να κάνει με το σεβασμό, την αξιοπρέπεια και τη διαδικασία επίλυσης προβλημάτων.

Πριν προβούμε σε οποιαδήποτε μέθοδο τιμωρίας του παιδιού ας σκεφτούμε τα παρακάτω:

  • Θα μου άρεσε εμένα να μου κάνουν το ίδιο;
  • Θα μου άρεσε να μου έκαναν το ίδιο όταν ήμουν παιδί;
  • Εάν προβώ σε μια τέτοια συμπεριφορά θα βλάψω ή θα ενισχύσω τη σχέση μου με το παιδί;

Ανταμοιβή και Τιμωρία

Δεν είναι λίγες οι φορές που οι προπονητές έρχονται αντιμέτωποι με το ερώτημα ποιο στυλ προπόνησης ή τεχνικής να ακολουθήσουν προκειμένου να πετύχουν τη μέγιστη αθλητική απόδοση των μικρών αθλητών τους.

Δεν είναι λίγες οι φορές που η συζήτηση και η σκέψη κατευθύνεται στις αμοιβές ή τις ποινές που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους προπονητές προκειμένου να ενισχύσουν την αθλητική επίδοση των παιδιών τους.

Στη σημερινή εποχή είναι ακόμα δημοφιλής η άποψη ότι εάν φωνάξεις, μιλήσεις άσχημα ή ακόμα και ντροπιάσεις το παιδί τότε αυτό μπορεί να πεισμώσει και να παίξει καλύτερα και πιο συγκεντρωμένα. Είναι όμως έτσι; Πόσες φορές παιδιά έχουν αποθαρρυνθεί, ματαιωθεί με επακόλουθο να σταματήσουν ακόμα και το άθλημα που συμμετέχουν;

Τα παιδιά ξεκινούν τον αθλητισμό σε μια ευαίσθητη ηλικία με σκοπό να γυμναστούν και να διασκεδάσουν. Αρκετά παιδιά σταματούν την ενασχόληση με τον αθλητισμό γιατί στο τέλος αυτό έγινε μια τραυματική εμπειρία για εκείνα λόγω της συμπεριφοράς του προπονητή ή των υπόλοιπων συμπαικτών προς το πρόσωπό τους. Ας έχουμε στο νου μας ότι η αληθινή πρόκληση και ο πραγματικός μας σκοπός και στόχος είναι τα παιδιά να ξετυλίξουν το πλήρες αθλητικό τους δυναμικό και να βοηθήσουν την ομάδα τους και όχι να κινητοποιούνται μόνο για να αποφύγουν τον ενδεχόμενο θυμό του προπονητή ή τα «γέλια» των συμπαικτών τους.

Μια άλλη μέθοδος περιλαμβάνει τη θετική ενίσχυση η οποία αποτελεί ένα πολύτιμο εργαλείο που μπορεί να μας βοηθήσει να αυξήσουμε το κίνητρο, την εμπλοκή και την αποφασιστικότητα των παιδιών. Ακόμα όμως και η χρήση των ανταμοιβών θα πρέπει να γίνεται με προσοχή για να μη βασιστούν υπερβολικά τα παιδιά σε αυτά και στο τέλος παίζουν μόνο για τις ανταμοιβές. Ας μην ξεχνάμε ότι τα παιδιά έχουν ανάγκη να ακούν καλά λόγια για τις καλές τους επιδόσεις αλλά έχουν ανάγκη να ακούν και για τα λάθη τους προκειμένου να τα διορθώσουν και να βελτιωθούν. Αυτό θα είναι αποτελεσματικό μόνο εφόσον έχει δομηθεί μια σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ παιδιού-προπονητή. Μια άλλη ιδέα θετικής ενίσχυσης είναι τα βραβεία στο τέλος της προπονητικής σεζόν όπου θα αναγράφονται κάποια σχόλια για την πορεία του μικρού αθλητή, ο έπαινος ή αυτοκόλλητα για τα πιο μικρά παιδιά κλπ. Ακόμα, ένα σημείωμα του προπονητή στο τέλος κάποιου αγώνα που θα απευθύνεται στην ομάδα και που θα αναγράφονται τα συναισθήματα του προπονητή ανεξαρτήτως νίκης ή ήττας.

Αυτό που θεωρείται επίσης πολύ σημαντικό είναι στην αρχή της κάθε περιόδου να συντάσσουμε μαζί με τους μικρούς μας αθλητές τον κανονισμό της ομάδας μας. Ταυτόχρονα όμως θα ορίζουμε και τις συνέπειες των ανεπιθύμητων ή επιθυμητών συμπεριφορών μαζί με τα παιδιά. Όταν τα ίδια τα παιδιά συμμετέχουν στη διαμόρφωση του κανονισμού τότε είναι πιο πιθανό να δεσμευτούν και να τηρήσουν τα συμφωνηθέντα  αλλά και να υποστούν τις συνέπειες χωρίς τον κίνδυνο να νιώσουν τα παιδιά αδικημένα. Ταυτόχρονα διδάσκουμε και ένα σπουδαίο μάθημα ζωής που έχει να κάνει με το σεβασμό, την αξιοπρέπεια, την ομαδικότητα και τη διαδικασία επίλυσης προβλημάτων, βασικές αρχές που οφείλουμε να προωθούμε μέσα από  τον ίδιο τον αθλητισμό.

Διατροφικές Διαταραχές στον αθλητισμό. Ο ρόλος του γονέα.

Ολοένα και πιο συχνά ακούμε για τις διαταραχές πρόληψης τροφής στον εφηβικό κυρίως πληθυσμό. Οι διατροφικές διαταραχές είναι οι προβληματικές και βλαβερές συμπεριφορές με σκοπό τον έλεγχο του βάρους  που χαρακτηρίζονται από υπερβολική ενασχόληση του ατόμου με τη διατροφή και την εικόνα του σώματος. Με τον όρο εικόνα του σώματος εννοούμε την αντίληψη του ατόμου για την εξωτερική του εμφάνιση και την ελκυστικότητά του.

Στις διατροφικές διαταραχές συμπεριλαμβάνονται η νευρική ανορεξία, η νευρική βουλιμία και η αδηφαγική διαταραχή. Στη νευρική ανορεξία το άτομο προσπαθεί να φτάσει σε χαμηλό σωματικό βάρος που συνδυάζεται με προκαταλήψεις για το σωματικό βάρος αλλά και με φόβο για πάχος. Για να το πετύχει αυτό το άτομο μπορεί να περιορίζει ή να αποφεύγει την κατανάλωση τροφής (ανορεξία περιοριστικού τύπου). Άλλες συμπεριφορές μπορεί να περιλαμβάνουν αυτοπροκαλούμενο εμετό, εξοντωτική γυμναστική ή υπερπροπόνηση ή χρήση ουσιών (π.χ. διουρητικά, στεροειδή-αναβολικά κλπ) με σκοπό την πιο γρήγορη απώλεια βάρους.

Η νευρική βουλιμία χαρακτηρίζεται από (αντικειμενικά ή υποκειμενικά) επεισόδια υπερφαγίας που συνοδεύονται από αυστηρές δίαιτες και υπεργυμναστική/υπερπροπόνηση (βουλιμία περιοριστικού τύπου) ή από αντισταθμιστικές μεθόδους όπως εμετός, χρήση ουσιών κ.λ.π. (βουλιμία υπερφαγικού τύπου) ή και από τις δύο προαναφερόμενες συμπεριφορές.  Η αδηφαγική διαταραχή (BingeEatingDisorder) χαρακτηρίζεται από υπερφαγικά επεισόδια τα οποία δεν ακολοθούνται από περιοριστικές ή αντισταθμιστικές συμπεριφορές.

Είναι γεγονός ότι κάποια αθλήματα που απαιτούν έλεγχο σωματικού βάρους (π.χ. ενόργανη γυμναστική, ρυθμική, συγχρονισμένη κολύμβηση, πάλη, άρση βαρών, επαγγελματικός χορός όπως μπαλέτο κ.α.) μπορεί να αυξάνουν τον κίνδυνο για διατροφικές διαταραχές καθώς οι αθλητές μπορεί να δέχονται πιέσεις για τον έλεγχο του σωματικού τους βάρους. Άλλοι παράγοντες κινδύνου μπορεί να περιλαμβάνουν την κοινωνική επιρροή που δίνει έμφαση στο πολύ αδύνατο σώμα, το άγχος επίδοσης, την αρνητική αυτο-εικόνα σχετικά με την αθλητική επίδοση καθώς και άλλα συναισθηματικά ή ψυχικά προβλήματα.

Από την άλλη πλευρά η ενασχόληση ενός παιδιού ή εφήβου με οργανωμένα αθλήματα μπορεί να αποτελέσει προστατευτικό παράγοντα για την εκδήλωση τέτοιων συμπεριφορών καθώς ο αθλητισμός μπορεί να ενισχύσει την αυτοεκτίμησή του παιδιού αλλά και την εικόνα του σώματος ενώ ταυτόχρονα ενθαρρύνει τα παιδιά να παραμείνουν δραστήριοι σωματικά σε όλη τη ζωή τους. Άλλοι προστατευτικοί παράγοντες περιλαμβάνουν το θετικό πρότυπο των γονέων που μπορούν να μιλήσουν ανοιχτά, να εκπαιδεύσουν και να υποστηρίξουν το παιδί σε σχέση με τις διατροφικές επιλογές αλλά και σε σχέση με την αλλαγή του σώματος που παρατηρείται στα χρόνια της εφηβείας.

Ακόμα, είναι σημαντικό να μη χρησιμοποιούμε το φαγητό ως ανταμοιβή ή τιμωρία μιας συμπεριφοράς του παιδιού. Είναι γεγονός ότι τα «απαγορευμένα» τρόφιμα όπως σοκολάτες, τσιπς κλπ εντείνουν την επιθυμία για αυτό είναι σημαντικό να διδάξουμε απο νωρίς τα παιδιά το μέτρο σε αυτές τις τροφές ενώ τα παρουσιάζουμε σαν μια συνηθισμένη και όχι «απαγορευμένη» τροφή. Ο σκοπός είναι να μάθουν να τα εντάσσουν στη διατροφή τους χωρίς υπερβολές.  Επίσης, η χρήση των τροφών ως ανταμοιβή ή τιμωρία καλλιεργεί την αίσθηση ότι η τροφή μπορεί να προκαλέσει ικανοποίηση και ευχάριστα συναισθήματα και σαν συνέπεια το παιδί να αποζητά το φαγητό όταν αντιμετωπίζει μια δύσκολη συναισθηματική κατάσταση. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που ο γονέας εκδηλώνει παρόμοια συμπεριφορά π.χ. τρώει όταν είναι στεναχωρημένος, θυμωμένος κλπ.

Ο ρόλος του γονέα στην πρόληψη αλλά και την αντιμετώπιση των διατροφικών διαταραχών θεωρείται πολύ σημαντικός. Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι καθώς οι διατροφικές διαταραχές είναι επικίνδυνες για τη σωματική υγεία του ατόμου η αποτελεσματική αντιμετώπιση περιλαμβάνει πάντα ιατρική και ψυχολογική παρακολούθηση και παρέμβαση.

Διατροφικές διαταραχές στον αθλητισμό. Ο ρόλος των προπονητών

Τα τελευταία χρόνια γίνονται συχνά αναφορές σε διαταραχές πρόληψης τροφής στον εφηβικό κυρίως πληθυσμό. Ως διατροφικές διαταραχές ορίζονται οι προβληματικές και βλαβερές συμπεριφορές με σκοπό τον έλεγχο του βάρους  που χαρακτηρίζονται από υπερβολική ενασχόληση του ατόμου με τη διατροφή και την εικόνα του σώματος. Με τον όρο εικόνα του σώματος εννοούμε την αντίληψη του ατόμου για την εξωτερική του εμφάνιση και την ελκυστικότητά του.

Στις διατροφικές διαταραχές συμπεριλαμβάνονται η νευρική ανορεξία, η νευρική βουλιμία και η αδηφαγική διαταραχή. Στη νευρική ανορεξία το άτομο προσπαθεί να φτάσει σε χαμηλό σωματικό βάρος που συνδυάζεται με προκαταλήψεις για το σωματικό βάρος αλλά και με φόβο για πάχος. Για να το πετύχει αυτό το άτομο μπορεί να περιορίζει ή να αποφεύγει την κατανάλωση τροφής (ανορεξία περιοριστικού τύπου). Άλλες συμπεριφορές μπορεί να περιλαμβάνουν αυτοπροκαλούμενο εμετό, εξοντωτική γυμναστική ή υπερπροπόνηση ή χρήση ουσιών (π.χ. διουρητικά, στεροειδή-αναβολικά κλπ) με σκοπό την πιο γρήγορη απώλεια βάρους.

Η νευρική βουλιμία χαρακτηρίζεται από (αντικειμενικά ή υποκειμενικά) επεισόδια υπερφαγίας που συνοδεύονται από αυστηρές δίαιτες και υπεργυμναστική/υπερπροπόνηση (βουλιμία περιοριστικού τύπου) ή από αντισταθμιστικές μεθόδους όπως εμετός, χρήση ουσιών κ.λ.π. (βουλιμία υπερφαγικού τύπου) ή και από τις δύο προαναφερόμενες συμπεριφορές.  Η αδηφαγική διαταραχή (Binge Eating Disorder) χαρακτηρίζεται από υπερφαγικά επεισόδια τα οποία δεν ακολοθούνται από περιοριστικές ή αντισταθμιστικές συμπεριφορές.

Είναι γεγονός ότι κάποια αθλήματα που απαιτούν έλεγχο σωματικού βάρους (π.χ. ενόργανη γυμναστική, ρυθμική, συγχρονισμένη κολύμβηση, πάλη, άρση βαρών, επαγγελματικός χορός όπως μπαλέτο κ.α.) μπορεί να αυξάνουν τον κίνδυνο για διατροφικές διαταραχές καθώς οι αθλητές μπορεί να δέχονται πιέσεις για τον έλεγχο του σωματικού τους βάρους. Άλλοι παράγοντες κινδύνου μπορεί να περιλαμβάνουν την κοινωνική επιρροή που δίνει έμφαση στο πολύ αδύνατο σώμα, το άγχος επίδοσης, την αρνητική αυτο-εικόνα σχετικά με την αθλητική επίδοση καθώς και άλλα συναισθηματικά ή ψυχικά προβλήματα.

Από την άλλη πλευρά η ενασχόληση ενός παιδιού ή εφήβου με οργανωμένα αθλήματα μπορεί να αποτελέσει προστατευτικό παράγοντα για την εκδήλωση τέτοιων συμπεριφορών, καθώς ο αθλητισμός μπορεί να ενισχύσει την αυτοεκτίμησή του παιδιού αλλά και την εικόνα του σώματος ενώ ταυτόχρονα ενθαρρύνει τα παιδιά να παραμείνουν δραστήριοι σωματικά σε όλη τη ζωή τους. Άλλοι προστατευτικοί παράγοντες περιλαμβάνουν το θετικό τρόπο προπόνησης που δίνει έμφαση στον αθλητή ως πρόσωπο και όχι στην αθλητική επίδοση. Πολύ σημαντική θεωρείται  η κοινωνική επιρροή και η υποστήριξη των συμπαικτών σχετικά με υγιείς συμπεριφορές που σχετίζονται με το βάρος.

Ακόμα, προκειμένου ως προπονητές να λειτουργήσουμε προστατευτικά απέναντι στη εκδήλωση προβληματικών διατροφικών συμπεριφορών μπορούμε να δώσουμε έμφαση στους προσωπικούς παράγοντες που οδηγούν έναν αθλητή στην επιτυχία, όπως είναι το κίνητρο, η προσπάθεια ή ο ενθουσιασμός και όχι στο βάρος του ή το σχήμα του σώματος. Ακόμα η εκπαίδευση των παιδιών γύρω από τα θέματα της διατροφής, η ανοιχτή συζήτηση, αλλά και υποστήριξη για θέματα που άπτονται των αλλαγών που συμβαίνουν στο σώμα τους, ιδιαίτερα την περίοδο της εφηβείας, μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά στην προστασία των παιδιών σε σχέση με τις διαταραχές πρόληψης τροφής.

Ο ρόλος του προπονητή στην πρόληψη αλλά και την αντιμετώπιση των διατροφικών διαταραχών θεωρείται πολύ σημαντικός. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι καθώς οι διατροφικές διαταραχές είναι επικίνδυνες για τη σωματική υγεία του ατόμου η αποτελεσματική αντιμετώπιση περιλαμβάνει πάντα ιατρική και ψυχολογική παρακολούθηση και παρέμβαση.

Ο εκφοβισμός στα γήπεδα: Ο ρόλος των προπονητών

Το φαινόμενο του εκφοβισμού αποτελεί πλέον αντικείμενο μελέτης και προσοχής και αναγνωρίζεται στις περισσότερες κοινωνίες – συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας –   ως ένα πολύ σημαντικό φαινόμενο. Οι περισσότεροι τώρα αναγνωρίζουν ότι ο εκφοβισμός δεν είναι μια «πλάκα» που λαμβάνει χώρα ως ένα φυσιολογικό κομμάτι εξέλιξης στην ανάπτυξη των παιδιών, αλλά αποτελεί ένα σοβαρό κοινωνικό φαινόμενο. Είναι ένα τραυματικό γεγονός για όλους όσους εμπλέκονται: θύτες, θύματα και παρατηρητές και μπορεί να εκδηλωθεί σε οποιοδήποτε περιβάλλον, όπως στο σχολείο, στο φροντιστήριο, στην κατασκήνωση και στα γήπεδα.

Ο εκφοβισμός είναι η επαναλαμβανόμενη επιθετική συμπεριφορά και βία στην οποία υπάρχει διαφοροποίηση της δύναμης και που έχει σκοπό την επιβολή και την πρόκληση σωματικού και ψυχικού πόνου. Με τον όρο διαφοροποίηση δύναμης εννοούμε ότι τα παιδιά και οι έφηβοι που εκφοβίζουν πάντα έχουν περισσότερη δύναμη από τα παιδιά που θυματοποιούνται. Με άλλα λόγια, ο εκφοβισμός δεν αποβλέπει στην επίλυση ενός προβλήματος, δεν αφορά σε ισοδύναμους «αντιπάλους» και για αυτό είναι σημαντικό να διαχωριστεί από τον καβγά και τον τσακωμό που συνήθως είναι αποτέλεσμα της κλιμάκωσης μιας σύγκρουσης και πολλές φορές είναι φυσιολογικός. Είναι επίσης σημαντικό να διαχωριστεί από το «πείραγμα» που συνήθως δεν αποβλέπει στην πρόκληση πόνου. Ας έχουμε, λοιπόν, στο νου μας ότι τα παιδιά ενδέχεται να καβγαδίσουν χωρίς κάποιο από τα μέλη να έχει πρόθεση για εκφοβισμό.

Ο εκφοβισμός και ο αθλητικός εκφοβισμός αποτελούν ένα πολυσύνθετο και πολυδιάστατο κοινωνικό φαινόμενο που μπορεί να εκδηλωθεί με διαφορετικούς τρόπους. Ο σωματικός εκφοβισμός περιλαμβάνει εκδηλώσεις σωματικής βίας όπως κλωτσιές, χτυπήματα, σπρώξιμο, τρικλοποδιά, τράβηγμα μαλλιών, γροθιές, απειλή με όπλα και επικίνδυνα αντικείμενα. Ο λεκτικός εκφοβισμός περιλαμβάνει χυδαιολογία, εμπαιγμό, τη χρήση προσβλητικής γλώσσας ή τη συνεχή επιλογή του ίδιου παιδιού για κακόγουστα αστεία. Οι λεκτικές επιθέσεις μπορεί να είναι εντελώς προσωπικές ή/και σεξουαλικής φύσεως ή να στοχοποιούν την οικογένεια, τη φυλή, την κουλτούρα ή τη θρησκεία του παιδιού. Ο κοινωνικός εκφοβισμός έχει «καλυμμένη» μορφή και έχει σκοπό την κοινωνική απομόνωση και τον αποκλεισμό. Συγκεκριμένα, μπορεί να πάρει τη μορφή κουτσομπολιού και αποκλεισμού του παιδιού από το άθλημα. Οι συμπαίκτες του παιδιού μπορεί να το αποφεύγουν, να απομακρύνονται όταν αυτό πλησιάζει, να το προσπερνούν ή να το ντροπιάζουν μπροστά σε άλλους συμπαίκτες.

Ο ηλεκτρονικός εκφοβισμός αντίστοιχα λαμβάνει χώρα όταν ένα παιδί ή έφηβος δέχεται απειλές, παρενοχλείται, ταπεινώνεται ή γίνεται στόχος από κάποιο άλλο παιδί ή έφηβο συνήθως με επαναλαμβανόμενο τρόπο μέσω της χρήσης των νέων τεχνολογιών, του διαδικτύου ή των κινητών τηλεφώνων. Ο ηλεκτρονικός εκφοβισμός μπορεί να περιλαμβάνει την αποστολή κειμένων, e-mail, ή άμεσων μηνυμάτων με βλαβερό ή/ και απειλητικό περιεχόμενο ή αποστολή «αστείων» που γελοιοποιούν κάποιο παιδί, τη δημοσίευση ή αποστολή προσωπικών πληροφοριών ή ευαίσθητων πληροφοριών (όπως για παράδειγμα σεξουαλικές προτιμήσεις ή κάποιο προσωπικό πρόβλημα) σε πολλαπλούς παραλήπτες και δημοσίευση δυσάρεστων φωτογραφιών ή μηνυμάτων για άλλους σε ιστολόγια (blogs), σε ιστοχώρους κοινωνικής δικτύωσης (π.χ. Facebook), ή σε άλλες ιστοσελίδες ή τη δημιουργία ψεύτικου διαδικτυακού προφίλ σε κάποια σελίδα κοινωνικής δικτύωσης με στόχο τη γελοιοποίηση κάποιου παιδιού ή δημιουργία «σελίδας» ή «γκρουπ» π.χ. στο facebook το οποίο στοχεύει στην κοροϊδία ή στον εξευτελισμό ενός ανηλίκου. 

Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι κάποιο παιδί αποτελεί θύμα εκφοβισμού, οι οποίες είναι αρκετές για να μας θορυβήσουν και είναι σημαντικό να τις λάβουμε σοβαρά υπόψη μας προκειμένου να βοηθήσουμε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα αποτελεσματικά.

  • Σωματικά σημάδια όπως μελανιές τα οποία προσπαθεί ενδεχομένως να καλύψει
  • Φανερά σημάδια άγχους ή ανησυχίας αλλά άρνηση στο να πει τι του συμβαίνει: ας θυμόμαστε ότι ο εκφοβισμός συνήθως συνοδεύεται από μυστικότητα και ότι το παιδί που εκφοβίζεται μπορεί να φοβάται τις συνέπειες που θα υποστεί εάν πει σε κάποιον ενήλικα τι συμβαίνει
  • Αρνείται ή βρίσκει προφάσεις και δικαιολογίες για να μην πάει στην προπόνηση
  • Πέφτει ξαφνικά η μαθησιακή του ή η αθλητική του απόδοση
  • Παραπονιέται για σωματικά συμπτώματα όπως πονοκέφαλοι, στομαχόπονοι κλπ.

Ως προπονητές μπορούμε να έχουμε έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην πρόληψη και αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου. Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι αποτελούμε πρότυπο συμπεριφοράς για τα παιδιά. Πρέπει λοιπόν να ξεκαθαρίσουμε και να θέσουμε εξ’ αρχής τον κανόνα ότι δεν επιτρέπουμε τέτοιες συμπεριφορές στην ομάδα μας, αλλά και να ενημερώνουμε για το τι συνέπειες υπάρχουν σε περίπτωση που παρατηρηθεί κάποιο τέτοιο φαινόμενο. Η σχέση μας με τους αθλητές θεωρείται επίσης πολύ σημαντική, καθώς εάν αυτή είναι καλή, οι αθλητές θα μπορούν πιο εύκολα να μας αναφέρουν τέτοια φαινόμενα. ενώ παράλληλα οι εν δυνάμει θύτες αποθαρρύνονται από την εκδήλωση αντικοινωνικών συμπεριφορών.

Ακόμα η ενθάρρυνση των μικρών αθλητών να μας αναφέρουν τέτοια φαινόμενα, οι ανοιχτές συζητήσεις μαζί τους για το τί είναι αποδεκτό και τί όχι στην ομάδα μας, και η προστασία όλων των παιδιών θεωρούνται υψίστης σημασίας.

Να θυμάστε ότι ως προπονητής, είστε στην πιο ισχυρή θέση να αποτρέψετε και να σταματήσετε τον εκφοβισμό στη ομάδα σας. Πάρτε το χρόνο προκειμένου να εκπαιδεύσετε τους παίκτες σας σχετικά με τις αποδεκτές συμπεριφορές και εξηγήσετε τις συνέπειες του εκφοβισμό στο παιδί που θυματοποιείται. Στον κόσμο του αθλητισμού το ανταγωνιστικό παιχνίδι και ο εκφοβισμός χωρίζονται με μια λεπτή γραμμή και για αυτό είναι σημαντικό να εκπαιδεύουμε τα παιδιά στο ευ αγωνίζεσθαι ήδη από πολύ μικρή ηλικία.

 

Εκφοβισμός στα Γήπεδα: Ο ρόλος των γονέων

 

Το φαινόμενο του εκφοβισμού αποτελεί πλέον αντικείμενο μελέτης και προσοχής και αναγνωρίζεται στις περισσότερες κοινωνίες – συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας –   ως ένα πολύ σημαντικό φαινόμενο. Οι περισσότεροι τώρα αναγνωρίζουν ότι ο εκφοβισμός δεν είναι μια «πλάκα» που λαμβάνει χώρα ως ένα φυσιολογικό κομμάτι εξέλιξης στην ανάπτυξη των παιδιών, αλλά αποτελεί ένα σοβαρό κοινωνικό φαινόμενο. Είναι ένα τραυματικό γεγονός για όλους όσους εμπλέκονται: θύτες, θύματα και παρατηρητές και μπορεί να εκδηλωθεί σε οποιοδήποτε περιβάλλον, όπως στο σχολείο, στο φροντιστήριο, στην κατασκήνωση και στα γήπεδα.

Ο εκφοβισμός είναι η επαναλαμβανόμενη επιθετική συμπεριφορά και βία στην οποία υπάρχει διαφοροποίηση της δύναμης και που έχει σκοπό την επιβολή και την πρόκληση σωματικού και ψυχικού πόνου. Με τον όρο διαφοροποίηση δύναμης εννοούμε ότι τα παιδιά και οι έφηβοι που εκφοβίζουν πάντα έχουν περισσότερη δύναμη από τα παιδιά που θυματοποιούνται. Με άλλα λόγια, ο εκφοβισμός δεν αποβλέπει στην επίλυση ενός προβλήματος, δεν αφορά σε ισοδύναμους «αντιπάλους» και για αυτό είναι σημαντικό να διαχωριστεί από τον καβγά και τον τσακωμό που συνήθως είναι αποτέλεσμα της κλιμάκωσης μιας σύγκρουσης και πολλές φορές είναι φυσιολογικός. Είναι επίσης σημαντικό να διαχωριστεί από το «πείραγμα» που συνήθως δεν αποβλέπει στην πρόκληση πόνου. Ας έχουμε, λοιπόν, στο νου μας ότι τα παιδιά ενδέχεται να καβγαδίσουν χωρίς κάποιο από τα μέλη να έχει πρόθεση για εκφοβισμό.

Ο εκφοβισμός και ο αθλητικός εκφοβισμός αποτελούν ένα πολυσύνθετο και πολυδιάστατο κοινωνικό φαινόμενο που μπορεί να εκδηλωθεί με διαφορετικούς τρόπους. Ο σωματικός εκφοβισμός περιλαμβάνει εκδηλώσεις σωματικής βίας όπως κλωτσιές, χτυπήματα, σπρώξιμο, τρικλοποδιά, τράβηγμα μαλλιών, γροθιές, απειλή με όπλα και επικίνδυνα αντικείμενα. Ο λεκτικός εκφοβισμός περιλαμβάνει χυδαιολογία, εμπαιγμό, τη χρήση προσβλητικής γλώσσας ή τη συνεχή επιλογή του ίδιου παιδιού για κακόγουστα αστεία. Οι λεκτικές επιθέσεις μπορεί να είναι εντελώς προσωπικές ή/και σεξουαλικής φύσεως ή να στοχοποιούν την οικογένεια, τη φυλή, την κουλτούρα ή τη θρησκεία του παιδιού. Ο κοινωνικός εκφοβισμός έχει «καλυμμένη» μορφή και έχει σκοπό την κοινωνική απομόνωση και τον αποκλεισμό. Συγκεκριμένα, μπορεί να πάρει τη μορφή κουτσομπολιού και αποκλεισμού του παιδιού από το άθλημα. Οι συμπαίκτες του παιδιού μπορεί να το αποφεύγουν, να απομακρύνονται όταν αυτό πλησιάζει, να το προσπερνούν ή να το ντροπιάζουν μπροστά σε άλλους συμπαίκτες.

Ο ηλεκτρονικός εκφοβισμός αντίστοιχα λαμβάνει χώρα όταν ένα παιδί ή έφηβος δέχεται απειλές, παρενοχλείται, ταπεινώνεται ή γίνεται στόχος από κάποιο άλλο παιδί ή έφηβο συνήθως με επαναλαμβανόμενο τρόπο μέσω της χρήσης των νέων τεχνολογιών, του διαδικτύου ή των κινητών τηλεφώνων. Ο ηλεκτρονικός εκφοβισμός μπορεί να περιλαμβάνει την αποστολή κειμένων, e-mail, ή άμεσων μηνυμάτων με βλαβερό ή/ και απειλητικό περιεχόμενο ή αποστολή «αστείων» που γελοιοποιούν κάποιο παιδί, τη δημοσίευση ή αποστολή προσωπικών πληροφοριών ή ευαίσθητων πληροφοριών (όπως για παράδειγμα σεξουαλικές προτιμήσεις ή κάποιο προσωπικό πρόβλημα) σε πολλαπλούς παραλήπτες και δημοσίευση δυσάρεστων φωτογραφιών ή μηνυμάτων για άλλους σε ιστολόγια (blogs), σε ιστοχώρους κοινωνικής δικτύωσης (π.χ. Facebook), ή σε άλλες ιστοσελίδες ή τη δημιουργία ψεύτικου διαδικτυακού προφίλ σε κάποια σελίδα κοινωνικής δικτύωσης με στόχο τη γελοιοποίηση κάποιου παιδιού ή δημιουργία «σελίδας» ή «γκρουπ» π.χ. στο facebook το οποίο στοχεύει στην κοροϊδία ή στον εξευτελισμό ενός ανηλίκου. 

Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι κάποιο παιδί αποτελεί θύμα εκφοβισμού, οι οποίες είναι αρκετές για να μας θορυβήσουν και είναι σημαντικό να τις λάβουμε σοβαρά υπόψη μας προκειμένου να βοηθήσουμε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα αποτελεσματικά.

  • Σωματικά σημάδια όπως μελανιές τα οποία προσπαθεί ενδεχομένως να καλύψει
  • Φανερά σημάδια άγχους ή ανησυχίας αλλά άρνηση στο να πει τι του συμβαίνει: ας θυμόμαστε ότι ο εκφοβισμός συνήθως συνοδεύεται από μυστικότητα και ότι το παιδί που εκφοβίζεται μπορεί να φοβάται τις συνέπειες που θα υποστεί εάν πει σε κάποιον ενήλικα τι συμβαίνει
  • Αρνείται ή βρίσκει προφάσεις και δικαιολογίες για να μην πάει στην προπόνηση
  • Πέφτει ξαφνικά η μαθησιακή του ή η αθλητική του απόδοση
  • Παραπονιέται για σωματικά συμπτώματα όπως πονοκέφαλοι, στομαχόπονοι κλπ.

Καθώς τα παιδιά δυσκολεύονται ή φοβούνται να εκμυστηρευθούν τέτοια φαινόμενα είναι σημαντικό η σχέση μας μαζί τους να στηρίζεται στην εμπιστοσύνη, προκειμένου να αισθάνονται ασφαλή να μας αναφέρουν τέτοια φαινόμενα. Θα μπορούσαμε να κάνουμε συχνές συζητήσεις μαζί τους για το ποια είναι η εμπειρία τους στις προπονήσεις, πως είναι το κλίμα εκεί ή εάν έχει υπάρξει συμπεριφορά κάποιου συμπαίκτη που κάνει κάποιο από τα παιδιά να αισθάνεται άσχημα. Ας είμαστε ξεκάθαροι από την αρχή ότι ο εκφοβισμός και η βία είναι μη επιτρεπτά φαινόμενα αλλά και ποινικά κολάσιμα οπουδήποτε και εάν συμβαίνουν.

Εάν πέσει στην αντίληψή μας ότι το παιδί παρενοχλείται από κάποιο συμπαίκτη του είναι σημαντικό να το λάβουμε σοβαρά υπόψη μας για να μπορέσουμε να το βοηθήσουμε. Εάν το παιδί δεν μπορεί να το αντιμετωπίσει μόνο του, με την υποστήριξή μας είναι σημαντικό να εξηγήσουμε ότι αυτό που συμβαίνει είναι μη επιτρεπτό, ότι δε φταίει το ίδιο για αυτό που συμβαίνει και ότι πρέπει να βρούμε μαζί μια λύση για να το σταματήσουμε. Θα μπορούσαμε να παρέμβουμε και να μιλήσουμε κατευθείαν στον προπονητή – αφού συζητήσουμε πρώτα με το παιδί – προκειμένου να λάβει τα κατάλληλα μέτρα και να σταματήσει άμεσα το φαινόμενο αυτό.

Στον κόσμο του αθλητισμού, το ανταγωνιστικό παιχνίδι και ο εκφοβισμός χωρίζονται με μια λεπτή διαχωριστική γραμμή και για αυτό είναι σημαντικό να εκπαιδεύουμε τα παιδιά στο ευ αγωνίζεσθαι ήδη από πολύ μικρή ηλικία.

Διαδίκτυο και παιδιά. Ο ρόλος των προπονητών.

Το διαδίκτυο αποτελεί πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης των παιδιών, καθώς περνούν αρκετές ώρες καθημερινά χρησιμοποιώντας το συγκεκριμένο μέσο επικοινωνώντας, παίζοντας και αναζητώντας πληροφορίες.

Τα παιδιά του δημοτικού μπορεί να χαίρονται τα διαδικτυακά παιχνίδια, κάποια από αυτά όμως μπορεί να είναι ακατάλληλα για την ηλικία τους, γεγονός που τα εξοικειώνει με τα φαινόμενα της βίας και ενδέχεται να οδηγήσει σε ανάπτυξη επιθετικών συμπεριφορών.

Ο ρόλος των προπονητών είναι ιδιαίτερα σημαντικός, καθώς οι προπονητές από την πλευρά τους είναι σε θέση να αντιληφθούν κάποιες αλλαγές στη συμπεριφορά παιδιών που ασχολούνται καταχρηστικά με παιχνίδια βίας. Η σύνδεση ανάμεσα στην κατάχρηση του διαδικτύου και την παχυσαρκία,  καθώς και με τη μείωση της αγωνιστικής επίδοσης των παιδιών, ενδέχεται να αποτελέσουν ορισμένα από τα ορατά σημάδια που θα πρέπει να ευαισθητοποιήσουν τον προπονητή.

Ένα σημαντικό στοιχείο που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι το γεγονός ότι όταν τα παιδιά ξεκινήσουν να παίζουν διαδικτυακά παιχνίδια αμέσως μετά την επιστροφή τους στο σπίτι από το σχολείο, μειώνεται αισθητά η συγκέντρωση τους σε οτιδήποτε άλλο, είτε πρόκειται για το διάβασμα των μαθημάτων τους, είτε για αθλητική δραστηριότητα.

Η ανάγκη  των παιδιών να ανήκουν  σε μια ομάδα είναι κύριο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης προσωπικότητας  και πολλές φορές  ο ρόλος του προπονητή μπορεί να αποδειχθεί καθοριστικός, ώστε τα παιδιά να αναζητήσουν στον αθλητισμό αυτή την κοινωνικοποίηση και όχι στο διαδίκτυο. Ειδικότερα, ο προπονητής μπορεί να συζητήσει με τους αθλητές του σχετικά με τη χρήση του διαδικτύου, ενώ οι συμβουλές του για ασφαλή χρήση μπορούν να βελτιώσουν την καθημερινότητα της οικογένειας  και να βοηθήσουν στην καλύτερη ανάπτυξη των παιδιών.

Η βοήθεια αυτή που μπορούν να προσφέρουν οι προπονητές προς τους γονείς στην προσπάθεια οριοθέτησης των παιδιών τους όσον αφορά στη χρήση του διαδικτύου, είναι αναμφίβολα πολύτιμη και προάγει τον παιδαγωγικό χαρακτήρα των προπονητών.

Έχει παρατηρηθεί επίσης ότι ένας σημαντικός αριθμός παιδιών εγκαταλείπουν τον αθλητισμό προκειμένου να ασχοληθούν αποκλειστικά με τα διαδικτυακά παιχνίδια και τα κοινωνικά δίκτυα, όπου η επιβεβαίωση, η ενίσχυση της αυτοεκτίμησης και η κοινωνικοποίηση που αναζητούν γίνεται χωρίς ιδιαίτερο κόπο, αλλά με πολλαπλούς κινδύνους για την ασφάλεια και την ανάπτυξη των παιδιών.

Ο προπονητής από την πλευρά του οφείλει να δημιουργήσει ένα κλίμα αμοιβαίας  εμπιστοσύνης  με τα παιδιά. Τα παιδιά μπορούν να ικανοποιούν τις ανάγκες τους μέσα από την ενασχόλησή τους με τον αθλητισμό και με τον τρόπο αυτό θα ενισχύεται καθημερινά ο ρόλος του αθλητισμού ως ανασταλτικός παράγοντας ανάπτυξης συμπεριφορών κατάχρησης του διαδικτύου.

Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι τα παιδιά που λατρεύουν το ποδόσφαιρο συνήθως προτιμούν διαδικτυακά παιχνίδια που έχουν σχέση με το αγαπημένο τους άθλημα, τα οποία δεν σχετίζονται με βία, είναι συνήθως πιο ασφαλή, αλλά δεν μπορούν σε καμία Τέλος, για τους αθλητές του δημοτικού, τυχόν διαδικτυακή επικοινωνία τους με τον προπονητή τους θα πρέπει να γίνεται σε περιβάλλοντα ασφαλή και κατάλληλα για την ηλικία των παιδιών και σε καμία περίπτωση μέσα από κοινωνικά δίκτυα (facebook κ.α.).

Διαδίκτυο και παιδιά. Ο ρόλος των γονέων

Το διαδίκτυο δημιουργεί ένα νέο περιβάλλον ανάπτυξης  του παιδιού, που προσφέρει διαφορετικές δυνατότητες, αλλά και δυσκολίες. Οι γονείς καλούνται να ασκήσουν τον ρολό τους ως κηδεμόνες αναφορικά με ένα μέσο που διαρκώς αλλάζει, ενώ οι ίδιοι δεν έχουν την εμπειρία της εικονικής ζωής ώστε να είναι σε θέση να βοηθήσουν με άνεση τα παιδιά τους να περιηγηθούν με ασφάλεια.

Αντίθετα, τα παιδιά έχουν πολύ μεγαλύτερη εξοικείωση από τους γονείς τους και πολλές φορές καλύτερη τεχνική κατάρτιση σχετικά με τις δυνατότητες του διαδικτύου. Γι’ αυτό πολλές φορές οι γονείς βρίσκονται σε αμηχανία και είτε λειτουργούν φοβικά προς το μέσο, είτε παραιτούνται της προσπάθειας επιμέλειας. Υπάρχουν όμως και οι περιπτώσεις που οι γονείς μπορεί να έχουν γνώση του διαδικτύου, αλλά υποτιμούν τους κινδύνους της ανεξέλεγκτης χρήσης του μέσου.

Σε κάθε περίπτωση οι γονείς, οφείλουν να προστατεύουν τα παιδιά τους στον εικονικό κόσμο, είτε γνωρίζουν τη χρήση του διαδικτύου, είτε όχι, καθώς η άγνοια δεν δικαιολογεί ελλιπή επιμέλεια. Η κρίση και η εμπειρία των γονέων, αλλά και οι παρακάτω βασικοί κανόνες συμπεριφοράς στο διαδίκτυο αποτελούν ικανούς παράγοντες για να μπουν οι σωστές βάσεις ανάπτυξης διαδικτυακών συμπεριφορών, με αρχές και σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα.

Καταρχάς, οφείλουμε να συμβουλεύουμε τα παιδιά να παίζουν παιχνίδια κατάλληλα για την ηλικία τους στο διαδίκτυο (http://www.pegi.info/gr) και να μην συναναστρέφονται με χρήστες που δεν γνωρίζουν. Οι γονείς πρέπει να γνωρίζουν ότι τα περισσότερα κοινωνικά δίκτυα (facebook, twitter, ask.fm κ.α.) είναι ακατάλληλα  για τα παιδιά του Δημοτικού.

Σε κάθε περίπτωση οι γονείς μπορούν και πρέπει να γίνουν μέρος και της διαδικτυακής ζωής των παιδιών τους. Παράλληλα, οι  γονείς  πρέπει να κερδίσουν την εμπιστοσύνη  των παιδιών τους όσον αφορά τη χρήση του διαδικτύου, ξεκαθαρίζοντάς τους πως οτιδήποτε τους κάνει να νιώσουν άσχημα μπορούν να  το συζητούν μαζί τους. Σημαντικό είναι επίσης να συμφωνηθεί  ένα καθημερινό πρόγραμμα του παιδιού, όπου η ενασχόλησή του με τον υπολογιστή να είναι  οριοθετημένη. Προτείνεται η ενασχόλησή του παιδιού με το μέσο να γίνεται απογευματινές ώρες μετά το τέλος όλων των άλλων δραστηριοτήτων.

Ο σεβασμός των άλλων χρηστών, η αυτοσυγκράτηση και η αποφυγή συγκρούσεων, καθώς και οι υπηρεσίες αναφορών απρεπών συμπεριφορών στο διαδίκτυο πρέπει να γίνει μέρος εκπαίδευσης των παιδιών όσον αφορά τη χρήση του μέσου. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί από τους γονείς στην προστασία των παιδιών από επιβλαβές και ακατάλληλο περιεχόμενο, ενώ ειδικά φίλτρα μπορούν να περιορίσουν σημαντικά τον κίνδυνο έκθεσης των παιδιών.

Σε κάθε περίπτωση, κάθε συσκευή που δίνει τη δυνατότητα πρόσβασης στο διαδίκτυο  είναι σημαντικό να βρίσκεται σε χώρο που υπάρχει η δυνατότητα εποπτείας και όχι στα δωμάτια των παιδιών.

Επίσης, οι γονείς είναι σημαντικό να προστατεύουν τα παιδιά από τις διαφημίσεις που κυριαρχούν στο διαδίκτυο και μάλιστα για πράγματα που δεν επιτρέπονται για την ηλικία τους (π.χ. αλκοόλ, καπνός κ.α.).

Έχει ιδιαίτερη σημασία να γνωρίζουμε ότι ο αθλητισμός μπορεί να λειτουργήσει ως προστατευτικός παράγοντας απέναντι στην ανάπτυξη συμπεριφορών κατάχρησης του διαδικτύου.  Η ενίσχυση της αυτοεκτίμησης,  η επιβράβευση που δέχεται ένα παιδί κατά την ενασχόληση του με τον αθλητισμό, η επιθυμία του να ανήκει σε μια ομάδα και ο κυρίαρχος ρόλος του προπονητή μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες ενός παιδιού, ενώ σε περίπτωση που δεν αθλείται, ενδέχεται να αναζητήσει την κάλυψη αυτών των αναγκών στο διαδικτυακό κόσμο.

Το διαδίκτυο είναι ένα εξαιρετικό εργαλείο εκπαίδευσης, διασκέδασης, επικοινωνίας και επαγγελματικής αποκατάστασης, αρκεί να υπάρχει η κατάλληλη εκπαίδευση αξιοποίησης των πλεονεκτημάτων του. Οι γονείς οφείλουν να αντιληφθούν ότι ο διαδικτυακός κόσμος  περιβάλει και τα παιδιά τους και το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να τα προετοιμάσουν όσο καλύτερα μπορούν, ώστε να γίνουν καλύτεροι και πιο συνειδητοί ψηφιακοί πολίτες.

Η «ευαίσθητη» σχέση Προπονητή – Παιδιού

Πολλά έχουν γραφτεί κατά καιρούς για το ρόλο των προπονητών στη ζωή και στην ανάπτυξη των παιδιών. Ειδικά στις μέρες μας, που ο χρόνος των γονέων είναι περιορισμένος, πολλές φορές ο προπονητής γίνεται ο «σημαντικός άλλος» στη ζωή του παιδιού. Ο ρόλος του γίνεται πολυδιάστατος και η δουλειά του πολλές φορές απαιτεί μια ευρύτερη παιδεία. Ο προπονητής κατά καιρούς μπορεί να αναλάβει διάφορους ρόλους όπως του δασκάλου, του μέντορα, του ψυχολόγου, του συμβούλου και σαφώς αποτελεί ένα πρότυπο και ένα παράδειγμα προς μίμηση για τα παιδιά. Η σχέση λοιπόν και η σωστή επικοινωνία προπονητή-αθλητή κρίνεται αναγκαία, προκειμένου το παιδί να λάβει τα μέγιστα οφέλη από την αθλητική εμπειρία, αλλά και ο προπονητής να μπορέσει να αποδώσει τα μέγιστα στη δουλειά του. Ας μην ξεχνάμε ότι ακόμα και την αγάπη προς τον αθλητισμό, ο προπονητής είναι αυτός που μπορεί να την εμπνεύσει στα παιδιά. Πως όμως δομείται αυτή η σχέση προπονητή-αθλητή;

Τα παιδιά όταν εισέρχονται στον αθλητισμό θέλουν να μάθουν και να διασκεδάσουν. Για να τα καταφέρουν αυτά όμως  είναι σημαντικό να νιώσουν εμπιστοσύνη και ασφάλεια. Ας μην ξεχνάμε ότι ο χώρος των προπονήσεων μπορεί να είναι και η πρώτη έξοδος των παιδιών μακριά από τη σπιτική τους φωλιά και μακριά από την προστασία των γονέων. Ακόμα, οι αγώνες μπορεί να είναι η πρώτη αρένα όπου τα παιδιά αποκτούν ρόλο, ξεδιπλώνουν γνώσεις και ταλέντα, ενώ οι υπόλοιποι είναι θεατές.

Επίσης, τα παιδιά πολλές φορές διεκδικούν την προσοχή του προπονητή. Τους αρέσει, όταν ο προπονητής ασχολείται μαζί τους -ακόμα κι όταν τα διορθώνει!- γιατί με αυτό τον τρόπο νιώθουν σημαντικά στα μάτια του. Η προσοχή που μπορεί να δείξει ένας προπονητής μπορεί να είναι αρνητική και να εκφράζονται με  απειλές, χυδαιολογία, αποδοκιμασία, σκληρές τιμωρίες, επικέντρωση στις αθλητικές αδυναμίες του παιδιού. Μπορεί όμως να είναι και θετική να εκφράζεται για παράδειγμα με ένα  σχόλιο, ένα χαμόγελο, με οπτική επαφή, με ενθάρρυνση, με αποδοχή και επιβράβευση της καλής προσπάθειας. Είναι εξαιρετικά σημαντικό να διοχετεύουμε την ενεργητικότητά μας στη θετική προσοχή! Με τον τρόπο αυτό θα βοηθήσουμε τα παιδιά να ξεδιπλώσουν τα ταλέντα τους, να παίζουν δίκαια και να αγαπήσουν τον αθλητισμό.

Επίσης, τα παιδιά χρειάζονται καθοδήγηση. Όχι όμως με την έννοια της συνεχούς επισήμανσης των λαθών τους! Αντίθετα, τα παιδιά χρειάζονται να τους δείχνουμε τρόπους βελτίωσης και να συναποφασίζουμε μαζί και δημοκρατικά ως ομάδα, για οποιαδήποτε θέματα προκύπτουν. Με άλλα λόγια, η καθοδήγηση προϋποθέτει στοργή και σεβασμό προς το παιδί.

Η στοργή, λοιπόν, είναι μεγάλη ανάγκη του παιδιού αλλά και αναφαίρετο δικαίωμά του! Τα παιδιά χρειάζονται τη φροντίδα, τη ζεστασιά και την αίσθηση ότι ο προπονητής νοιάζεται για αυτά ειλικρινά σε όλες τις συνθήκες.

Ίσως η βάση της μετέπειτα στέρεης σχέσης προπονητή- παιδιού είναι η ακρόαση! Είναι εγγενής η ανάγκη του ανθρώπου να θέλει να τον ακούνε και να τον αναγνωρίζουν. Και ακρόαση δεν είναι μόνο η λήψη των λέξεων που κάποιος λέει, αλλά η αφούγκραση των συναισθημάτων που βρίσκονται πίσω από τις λέξεις. Όταν τα παιδιά νιώθουν ότι τα συναισθήματά τους αναγνωρίζονται και εκτιμώνται, τότε είναι περισσότερο πιθανό να ακούνε κι αυτά τους προπονητές τους και να πειθαρχούν με τη θέλησή τους, στους κανόνες της ομάδας.

Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι και η σχέση γονέων-προπονητή θεωρείται εξίσου σημαντική, προκειμένου να μπορέσει να δομήσει ο προπονητής μια σχέση εμπιστοσύνης με το παιδί. Όταν οι γονείς έχουν καλή σχέση με τον προπονητή, τον εμπιστεύονται ως άνθρωπο και ως επαγγελματία, τότε αυτό διευκολύνει τη σχέση του με το παιδί, καθώς στα μάτια του παιδιού, γονείς και προπονητής είναι σύμμαχοι. Σε διαφορετική περίπτωση, το παιδί μπερδεύεται και καλείται να πάρει θέση προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, γεγονός που αποδυναμώνει και φθείρει τη σχέση με τον προπονητή.

Επικοινωνία Γονέα – Παιδιού

Πολλά έχουν γραφτεί κατά καιρούς για τη σωστή σχέση και επικοινωνία γονέα-παιδιού, αλλά και για τις σχέσεις της ευρύτερης οικογένειας. Ειδικά στην εποχή μας που ο χρόνος είναι πολύτιμος, που οι δουλειές των γονέων συνήθως δεν αφήνουν πολλά περιθώρια και που η τεχνολογία έχει αρκετές φορές αντικαταστήσει την άμεση -πρόσωπο με πρόσωπο- συνάντηση, η στέρεη σχέση και η καλή επικοινωνία γονέα- παιδιού γίνεται μια βασική ανάγκη.

Ο αθλητισμός μπορεί σαφώς να μας βοηθήσει σε αυτή την κατεύθυνση! Τα μικρά αλλά και μεγαλύτερα παιδιά, πολλές φορές διεκδικούν το χρόνο των γονέων. Όταν αυτός ο χρόνος είναι περιορισμένος, κρίνεται σημαντικό να διοχετεύεται σε ευχάριστες δραστηριότητες, όπως ο αθλητισμός. Η παρουσία του γονέα στους αγώνες των παιδιών, ακόμα και η μεταφορά των παιδιών στους χώρους των προπονήσεων απαιτούν λίγο χρόνο, αλλά σίγουρα αξιολογείται ως πολύ σημαντικός, καθώς προάγει τη μεταξύ τους επικοινωνία, ενώ ταυτόχρονα ο γονέας συμμετέχει σε μια σημαντική και ευχάριστη δραστηριότητα στη ζωή του παιδιού.

Ένα ακόμα πολύ σημαντικό συστατικό για τη σχέση γονέα – παιδιού αποτελεί η προσοχή του γονέα, την οποία διεκδικούν τα παιδιά όλων των ηλικιών. H προσοχή του γονέα μπορεί να είναι αρνητική, και να εκφράζεται για παράδειγμα με φωνές, απειλές, απομόνωση ή στέρηση προνομίων του παιδιού ή στέρηση των αθλητικών του δραστηριοτήτων, μπορεί όμως να είναι θετική και να εκφράζεται για παράδειγμα  με ένα θετικό σχόλιο, ένα χαμόγελο, ή την οπτική επαφή. Είναι εξαιρετικά σημαντικό να διοχετεύουμε την ενεργητικότητά μας στη θετική προσοχή.

Επίσης, τα παιδιά χρειάζονται καθοδήγηση! Όχι όμως με την έννοια της κατεύθυνσης και της συνεχούς επισήμανσης των λαθών τους ή με την έννοια ότι ο γονέας θα πρέπει να αποφασίζει τα πάντα μόνος του για τη ζωή τους Αντίθετα, τα παιδιά χρειάζονται από τους γονείς επιλογές με τρόπους βελτίωσης και κοινές αποφάσεις που λαμβάνονται δημοκρατικά, για οποιαδήποτε θέματα προκύπτουν. Με άλλα λόγια, η καθοδήγηση προϋποθέτει στοργή και σεβασμό προς το παιδί.

Η στοργή λοιπόν, είναι μεγάλη ανάγκη του παιδιού αλλά και αναφαίρετο δικαίωμά του! Το παιδί χρειάζεται  τη φροντίδα και τη ζεστασιά του γονέα σε όλες τις συνθήκες.

Και σίγουρα βάση της στέρεης σχέσης γονέα- παιδιού είναι η ακρόαση! Είναι εγγενής η ανάγκη του ανθρώπου να θέλει τον ακούνε και να τον αναγνωρίζουν. Και ακρόαση δεν είναι μόνο η λήψη των λέξεων που κάποιος λέει, αλλά η αντίληψη των συναισθημάτων που βρίσκονται πίσω από τις λέξεις. Όταν τα παιδιά νιώθουν ότι τα συναισθήματά τους αναγνωρίζονται και εκτιμώνται, τότε είναι περισσότερο πιθανό να ακούνε τους γονείς τους.

Ας μην ξεχνάμε, όμως, και τη φροντίδα για τον ίδιο μας τον εαυτό. Καθώς αποτελούμε πρότυπο για τα παιδιά μας η φροντίδα για τον ίδιο μας τον εαυτό αποτελεί μεγάλο θετικό αντίκτυπο στην ανατροφή των παιδιών.

Ο αθλητισμός – πρωταθλητισμός στην παιδική ηλικία

Αποτελεί γενική παραδοχή ότι ο αθλητισμός στα παιδιά και τους εφήβους ωφελεί τη φυσική κατάσταση του οργανισμού και βελτιώνει την εξωτερική εμφάνιση του σώματος. Καθώς τα αθλητικά παιχνίδια απαιτούν πνευματική εγρήγορση, αναλυτικές ικανότητες, μνήμη, ικανότητα πρόβλεψης, στρατηγική και προσοχή ευνοούν την πνευματική καλλιέργεια του παιδιού. Είναι επίσης γνωστό ότι ο αθλητισμός αποτελεί για τα παιδιά ένα υγιές κανάλι διοχέτευσης της ενεργητικότητάς τους και τα βοηθά να ψυχαγωγηθούν, αλλά και να κοινωνικοποιηθούν μέσα στην ομάδα των συνομηλίκων τους. Το τελευταίο αποτελεί και έναν από τους κύριους λόγους που τα παιδιά αποφασίζουν να ξεκινήσουν κάποιο άθλημα. Ακόμα, ο αθλητισμός και η συμμετοχή σε αγώνες απαιτεί επιμονή, υπομονή και αυτοπειθαρχία, βοηθώντας την ηθική συγκρότηση του παιδιού που ούτως ή άλλως ξεκινά να διαμορφώνεται σε αυτή την ηλικία.

Η έννοια του πρωταθλητισμού βρίσκεται σε αντιστοιχία με την έννοια του αθλητισμού, αλλά συνήθως αποτελεί ένα ξεχωριστό πεδίο. Όπως αποκαλύπτει και η ίδια η λέξη, ο πρωταθλητής δεν αγωνίζεται μόνο για τη συμμετοχή, αλλά έχει ως στόχο την πρωτιά και σε περίπτωση επαγγελματικού πρωταθλητισμού κύριο στόχο αποτελούν η καριέρα, τα χρήματα και η διασημότητα. Ο πρωταθλητισμός απαιτεί πολύωρες, πολύ συχνές και επίπονες προπονήσεις και αρκετές θυσίες. Το άθλημα βρίσκεται σε προτεραιότητα σε σύγκριση με τις άλλες δραστηριότητες και η καθημερινότητα διαμορφώνεται ανάλογα με τις αθλητικές υποχρεώσεις. Με άλλα λόγια ο πρωταθλητισμός είναι αρκετά απαιτητικός και πιεστικός και για το λόγο αυτό προϋποθέτει αντοχή και ωριμότητα.

Οι παραπάνω συνθήκες του πρωταθλητισμού τον καθιστούν εκ προοιμίου δύσκολο για τους μικρούς αθλητές που δεν έχουν φτάσει ακόμα γνωστικά και συναισθηματικά στο επίπεδο εκείνο που τους επιτρέπει να επεξεργαστούν δύσκολες συνθήκες και πιεστικά συναισθήματα. Είναι γεγονός ότι η έντονη πίεση και η συνεχής προσπάθεια να εστιάζουν στη λεπτομέρεια προκαλεί την αντίδραση του παιδιού και αυτό συχνά έχει σαν αποτέλεσμα την απόφασή του να παραιτηθεί και να διακόψει το άθλημα. Στη ζωή του παιδιού ο πρωταθλητισμός πολλές φορές γίνεται μια ακόμα υποχρέωση σε ένα ήδη βεβαρημένο πρόγραμμα και σταματά να είναι παιχνίδι και ψυχαγωγία.

Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, ένας από τους κύριους λόγους που τα παιδιά ξεκινούν την ενασχόλησή τους με τον αθλητισμό είναι για να ψυχαγωγηθούν, να «παίξουν», να εκφραστούν και να μετέχουν στην πολύτιμη παρέα των παιδιών της ηλικίας τους και της ομάδας, χτίζοντας έτσι και την αυτοεκτίμησή τους. Ο πρωταθλητισμός όμως παύει να είναι ένα απλό παιχνίδι και πολλές φορές το μονότονο ανελέητο κυνήγι της πρώτης θέσης έρχεται σε αντίθεση με τις προαναφερθείσες ανάγκες των παιδιών.

Ας θυμόμαστε ότι το παιδί ικανοποιείται και χαίρεται περισσότερο όταν βλέπει τους γονείς και τους προπονητές του χαρούμενους και ικανοποιημένους και όχι τόσο από το εάν το ίδιο κατάφερε να νικήσει. Είναι γενικώς παραδεκτό ότι αυτό που χρειάζεται το παιδί στην ευαίσθητη αυτή ηλικία είναι η άνευ όρων αποδοχή και η αίσθηση ότι ο εαυτός του και τα συναισθήματά του αναγνωρίζονται και εκτιμώνται. Όταν η αποδοχή περνά μέσα από την επίδοσή του και την αποτελεσματικότητά του στο άθλημα, τότε νιώθει ότι δεν γίνεται αποδεκτό ως πρόσωπο και αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ανασφάλεια και ένα διαρκές και έντονο άγχος. Με τον τρόπο αυτό το παιδί ψάχνει άλλα μέσα και τρόπους να αποφορτιστεί και να εκτονωθεί.

Η άνευ όρων αποδοχή του παιδιού ανεξάρτητα από τη νίκη ή την ήττα, από το εάν είναι πρώτο ή όχι, αποτελεί το θεμέλιο πάνω στο οποίο θα χτίσει όλη την υπόλοιπη ζωή του και την προσωπικότητά του, είτε ακολουθήσει το δύσκολο δρόμο του πρωταθλητισμού είτε όχι.

Γιατί συμμετέχουν τα παιδιά στον αθλητισμό και γιατί αποχωρούν; Ο ρόλος του γονέα

Ο ρόλος του αθλητισμού στην υγιή σωματική και ψυχική ανάπτυξη του παιδιού είναι ένα δεδομένο που όλοι μας γνωρίζουμε. Τι είναι αυτό, όμως, που κάνει ένα παιδί ή έναν έφηβο να θέλει να ασχοληθεί με τον αθλητισμό και τι είναι αυτό που κάνει ένα παιδί να θέλει να σταματήσει την ενασχόλησή του με τον αθλητισμό;

Είναι γεγονός ότι τα κίνητρα του καθενός, ενήλικα ή  παιδιού, είναι διαφορετικά σε σχέση με τον αθλητισμό. Έτσι μπορούμε να παρατηρήσουμε ένα παιδί που ασχολείται με κάποιο άθλημα να το κάνει αυτό για λόγους διασκέδασης ή και για δημιουργία φιλικών σχέσεων. Παρατηρούμε συχνά ότι παιδιά εσωστρεφή και ντροπαλά επιλέγουν τα ίδια ή παρακινούνται από άλλους να αθληθούν γιατί γνωρίζουν και ελπίζουν ότι με αυτό τον τρόπο θα μπορούν να ενταχθούν στην ομάδα των συνομήλικων περισσότερο ομαλά και λιγότερο απειλητικά. Ο ενθουσιασμός, η εκμάθηση και η βελτίωση των δεξιοτήτων στο αγαπημένο άθλημα ενός παιδιού αποτελεί συνήθως ισχυρά κίνητρα για να ξεκινήσει την ενασχόλησή του με αυτό. Η άσκηση και η υγεία είναι ένας ακόμα παρακινητικός παράγοντας για την έναρξη του αθλητισμού, ειδικά στα παιδιά που αντιλαμβάνονται την ανάγκη αυτή. Ας μην ξεχνάμε, επίσης, ότι η ανταγωνιστική πρόκληση και η νίκη που προσφέρει ο αθλητισμός είναι ακόμα δύο παράγοντες που μπορούν να ενεργοποιήσουν και να ενθουσιάσουν τα παιδιά και τους εφήβους.

Συνήθως στην όψιμη εφηβεία μπορούμε να παρατηρήσουμε και βαθύτερα ψυχολογικά κίνητρα συμμετοχής σε αθλητικές ομάδες. Αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν την αντίληψη ενός εφήβου ή και παιδιού περί ατομικής επάρκειας στο συγκεκριμένο άθλημα, τον προσανατολισμό στο στόχο να επιτύχει σε αυτό αλλά και το ενδεχόμενο να αποτελεί η ενασχόληση με τον αθλητισμό μια υγιή αντίδραση και εναλλακτική στο στρες και το άγχος.

Από την άλλη πλευρά, παρατηρούμε πολύ συχνά ότι ενώ η κορύφωση συμμετοχής σε ένα άθλημα είναι στα 10-13 έτη, δεν είναι μικρό το ποσοστό των παιδιών που επιλέγει να αποχωρήσει από αυτό. Οι λόγοι συνήθως ποικίλλουν αλλά κατά κύριο λόγο περιλαμβάνουν το γεγονός ότι το παιδί βρήκε κάποιο άλλο ενδιαφέρον που του άρεσε περισσότερο, την πεποίθηση ότι δεν ήταν τόσο καλό όσο θα ήθελε και το γεγονός ότι δεν του άρεσε ο γυμναστής-προπονητής.

Ο ρόλος των γονέων  θεωρείται πολύ σημαντικός προκειμένου τα παιδιά να έχουν την καλύτερη αθλητική εμπειρία. Η ευχαρίστηση του γονέα από τη συμμετοχή του παιδιού στον αθλητισμό φαίνεται να είναι κάτι που ενθαρρύνει το παιδί και ενισχύει την αντιλαμβανόμενη ικανότητά του αλλά και τη συμμετοχή του σε κάποιο άθλημα. Επίσης, είναι σημαντικό να έχουμε στο νου μας ότι η κατάλληλη υποστήριξη του γονέα προφυλάσσει το παιδί από αγχογόνες εμπειρίες που ενδέχεται να αντιμετωπίσει. Τέλος, η βοήθεια του γονέα στον προσανατολισμό στο στόχο του παιδιού θεωρείται εξίσου σημαντική.

Καθορισμός Στόχων και Αποτελεσματικότητα

Οι στόχοι και ο καθορισμός τους είναι μια μεταβλητή που έχει ερευνηθεί αρκετά και που συνδέεται με τη συμπεριφορά που εκδηλώνει κάποιος προκειμένου να επιτύχει τους στόχους που θέτει. Η στοχοθέτηση (goal setting) αποτελεί μια τεχνική που χρησιμοποιείται στον αθλητισμό και περιλαμβάνει την επιλογή συγκεκριμένων στόχων που το άτομο επιδιώκει να πετύχει. Το σημαντικό εδώ είναι οι στόχοι των παιδιών να είναι αποδεκτοί από τα ίδια και να μην επιβάλλονται αποκλειστικά από άλλους.  Το κίνητρό τους να είναι ο ίδιος ο στόχος και όχι μια εξωτερική ανταμοιβή (π.χ. υλικό όφελος).

Αποτελεσματικότεροι στόχοι είναι οι στόχοι που προσανατολίζονται στην εκτέλεση και όχι στο αποτέλεσμα (π.χ. πόσα γκολ έβαλε κάποιο παιδί). Οι στόχοι εκτέλεσης και απόδοσης, δηλαδή η επίδοση του παιδιού-αθλητή ανεξαρτήτως αποτελέσματος, επιτρέπουν περισσότερο έλεγχο από το παιδί και είναι δυνατόν να ενισχυθούν περισσότερο. Επίσης, οι στόχοι της διαδικασίας, δηλαδή οι συγκεκριμένες συμπεριφορές που εκδηλώνονται κατά τη διάρκεια ενός παιχνιδιού ή μιας προπόνησης αποτελούν έναν άλλο αθλητικό στόχο. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι οι στόχοι αποτελέσματος είναι αυτοί που προξενούν το μεγαλύτερο άγχος στα παιδιά.

Η στοχοθέτηση εν τέλει μπορεί να επηρεάσει τη συμπεριφορά των αθλητών και τις προσπάθειες του παιδιού για μάθηση. Έτσι, ο καθορισμός των στόχων είναι σε θέση να επηρεάσει τη θετική στάση και τη διάθεση των παιδιών για μάθηση.

Ένας πολύ σημαντικός ρόλος των προπονητών και των γυμναστών είναι να βοηθούν τα παιδιά να καθορίζουν στόχους και να τους επιτυγχάνουν. Οι στόχοι αυτοί ειναι καλό να είναι βραχυπρόθεσμοι γιατί έτσι αυξάνεται η ανατροφοδότηση και αυτοεκτίμηση του παιδιού. Ακόμα, οι στόχοι είναι σημαντικό να είναι ρεαλιστικοί και σταδιακά να οδηγούν στην επιτυχία, ούτως ώστε να αυξηθεί το επίπεδο των προσδοκιών, αλλά και σχετικά δύσκολοι, προκειμένου να παρακινήσουν το μαθητή να προσπαθήσει περισσότερο. Οι μη ρεαλιστικοί στόχοι, είτε πολύ χαμηλότεροι είτε πολύ υψηλότεροι, έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα, καθώς μειώνουν τις προσδοκίες των μαθητών και ενδέχεται να τους οδηγήσουν σε αρνητική στάση απέναντι στη μάθηση και την απόδοση.

Ας θυμόμαστε ότι ο καθορισμός των στόχων μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα της προπόνησης αλλά και την απόδοση των αθλητών.